κριβανίτης: Difference between revisions
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
m (LSJ1 replacement) |
m (elru replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κρῑβᾰνίτης:''' ου (νῑ) adj. m испеченный в духовой печи ([[βοῦς]] Arph.).<br />ου ὁ ( | |elrutext='''κρῑβᾰνίτης:''' ου (νῑ) adj. m испеченный в духовой печи ([[βοῦς]] Arph.).<br />ου ὁ (sc. [[ἄρτος]]) испеченный в духовой печи хлеб Arph. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 22:13, 21 March 2024
English (LSJ)
[νῑ], ου, ὁ, baked in a pan (κρίβανος), of bread, Ar.Fr.125, Epich.52, Amips.5, Sophr.27 (also κλιβανίτης Id.28), Gal.6.489, etc.; ὁ κριβανίτης (sc. ἄρτος) loaf baked in a pan, Ar.Ach.1123: hence, comicallv, βοῦς κριβανίτης ib.87.
German (Pape)
[Seite 1508] in einem κρίβανος gebacken; Ar. Ach. 1088; βοῦς 87; frg. bei Ath. III, 109 f; Epicharm. ib. 110 b.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
cuit au four de campagne ; ὁ κριβανίτης (ἄρτος) pain cuit au four de campagne.
Étymologie: κρίβανος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κριβανίτης -ου [κρίβανος] adj., in een kribanos gebakken; subst. οἱ κριβανῖται pannenbroden (uit de kribanos).
Russian (Dvoretsky)
κρῑβᾰνίτης: ου (νῑ) adj. m испеченный в духовой печи (βοῦς Arph.).
ου ὁ (sc. ἄρτος) испеченный в духовой печи хлеб Arph.
Greek Monolingual
κριβανίτης, ὁ (Α)
βλ. κλιβανίτης.
Greek Monotonic
κρῑβᾰνίτης: ὁ, ψημένος σε ρηχή κατσαρόλα (τηγάνι), ὁ κρ. (ενν. ἄρτος), ψωμί ψημένο με αυτό τον τρόπο, σε Αριστοφ.· απ' όπου, κωμικά, βοῦς κρ., στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑβᾰνίτης: -ου, ὁ, ὠπτημένος ἐν κριβάνῳ, ἐπὶ ἄρτου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 178, καὶ (ἐν τῷ τύπῳ κλιβ-) Σώφρων 56 Ahr., Ἀμειψ. ἐν «Ἀποκοτταβίζουσι» 5· ὁ κρ. (δηλ. ἄρτος), ἄρτος οὕτως ὠπτημένος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1123· ἐντεῦθεν κωμικῶς, βοῦς κρ. αὐτόθι 87· πρβλ. κριβανωτός.
Middle Liddell
κρῑ¯βᾰνίτης, ου,
baked in a pan (κρίβανοσ), ὁ κρ. (sc. ἄρτοσ), a loaf so baked, Ar.; hence, comically, βοῦς κρ. Ar.