ἀγροιώτης: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")
m (elru replacement)
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀγροιώτης:'''<br /><b class="num">I</b> дор. ἀγροιώτας, ου adj. m и f деревенский, сельский ([[ἀνέρες]], βουκόλοι Hom.; ποιμένες Hes.; θεαί Theocr.).<br /><b class="num">II</b> ου ὁ (с бран. оттенком) [[мужик]] rst.
|elrutext='''ἀγροιώτης:''' <b class="num">I</b> дор. ἀγροιώτας, ου adj. m и f деревенский, сельский ([[ἀνέρες]], βουκόλοι Hom.; ποιμένες Hes.; θεαί Theocr.).<br /><b class="num">II</b> ου ὁ (с бран. оттенком) мужик Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 22:13, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγροιώτης Medium diacritics: ἀγροιώτης Low diacritics: αγροιώτης Capitals: ΑΓΡΟΙΩΤΗΣ
Transliteration A: agroiṓtēs Transliteration B: agroiōtēs Transliteration C: agroiotis Beta Code: a)groiw/ths

English (LSJ)

ἀγροιώτου, ὁ,
A = ἀγρότης 1, Hom. always in nom. pl., ἀνέρες ἀγροιῶται Il.11.549; βουκόλοι ἀ. Od.11.293; λαοὶ ἀ Il.11.676; νήπιοι ἀ. Od. 21.85; ποιμένας ἀ. Hes.Sc.39; sg., Ar.Th.58:—fem. ἀγροιῶτις, ἡ, (perhaps as adjective, cf. ΙΙ) Sapph.70.
II as adjective, rustic, Πρίηπος AP6.22 (Zon.), ὕλη 7.411 (Diosc.); wild, Numen. ap. Ath.371c.

Spanish (DGE)

-ου
1 campesino ἀνέρες Il.11.549, A.R.4.1183, βουκόλοι Od.11.293, ποιμένες Hes.Sc.39, λαοί Il.11.676, cf. Theoc.13.44, 25.23, 168
subst. τίς ἀγροιώτας πελάθει θριγκοῖς; Ar.Th.58
del campo, agreste Πρίηπος AP 6.22 (Zon.).
2 c. sent. peyor. palurdo, paleto νήπιοι Od.21.85, ἀποφώλιος ἀ. Philet.Fr.Poet.12.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
campagnard, villageois.
Étymologie: ἀγρός.

German (Pape)

ὁ, Landmann, Hom. ἀνέρες ἀγροιῶται Il. 11.549, 15.272, λαοί 11.676, βουκόλοι Od. 11.293, νήπιοι 21.85; – Hes. Sc. 39. – Ar. Th. 58, in dor. Form; Theocr. 13.44, 25.23 und sp.D.

Russian (Dvoretsky)

ἀγροιώτης: I дор. ἀγροιώτας, ου adj. m и f деревенский, сельский (ἀνέρες, βουκόλοι Hom.; ποιμένες Hes.; θεαί Theocr.).
II ου ὁ (с бран. оттенком) мужик Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγροιώτης: -ου, ὁ = ἀγρότης Ι, Ὅμ., ὅστις ἀείποτε μεταχειρίζεται τήν ὀνομ. πληθ., ἀνέρες ἀγροιῶται, Ἰλ. Λ. 549· βουκόλοι ἀγρ., Ὀδ. Λ. 293· λαοί ἀγροιῶται, Ἰλ. Λ. 676· ἄνευ οὐσιαστ., νήπιοι ἀγρ., Ὀδ. Φ. 85· οὕτω, ποιμένας ἀγροιώτας, Ἡσ. Ἀσπ. 39· καθ’ ἑνικ., ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 58: - θηλ. ἀγροιῶτις, ἡ, Σαπφ. 70. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐκ τοῦ ἀγροῦ, ἀγροτικός, Ἀνθ. Π. 6. 22., 7. 411: ἄγριος, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 371C.

English (Autenrieth)

rustic, peasant; as adj., Il. 15.272.

Greek Monotonic

ἀγροιώτης: -ου, ὁ, = ἀγρότης,
I. ο χωρικός, ο αγρότης, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.
II. ως επίθ., αγροτικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

= ἀγρότης I]
I. a countryman, Hom., Hes., etc.
II. as adj. rustic, Anth. ἀγρόμενος, epic aor2 part. pass. of ἀγείρω.