ἀντικάθημαι: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
m (LSJ1 replacement)
m (elru replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀντικάθημαι:''' ион. [[ἀντικάτημαι]] [pf. praes. к [[ἀντικαθίζομαι]]<br /><b class="num">1</b> [[быть расположенным]] (лагерем) напротив Thuc., Xen., Polyb., Plut.: τοῖς τείχεσιν ἀ. Plut. стоять у стен (города), осаждать (город);<br /><b class="num">2</b> [[противостоять]], [[противоречить]] (ἰσχυρὸς ἀντικάθηται [[τούτῳ]] [[λόγος]] Sext.).
|elrutext='''ἀντικάθημαι:''' ион. [[ἀντικάτημαι]] [pf. praes. к [[ἀντικαθίζομαι]]<br /><b class="num">1)</b> быть расположенным (лагерем) напротив Thuc., Xen., Polyb., Plut.: τοῖς τείχεσιν ἀ. Plut. стоять у стен (города), осаждать (город);<br /><b class="num">2)</b> противостоять, противоречить (ἰσχυρὸς ἀντικάθηται [[τούτῳ]] [[λόγος]] Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 22:13, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντικάθημαι Medium diacritics: ἀντικάθημαι Low diacritics: αντικάθημαι Capitals: ΑΝΤΙΚΑΘΗΜΑΙ
Transliteration A: antikáthēmai Transliteration B: antikathēmai Transliteration C: antikathimai Beta Code: a)ntika/qhmai

English (LSJ)

Ion. ἀντικάτημαι, properly pf. of ἀντικαθίζομαι, butused as pres.:—
A to be set over against, τινί Archyt. ap. Stob.4.1.138.
2 mostly of armies or fleets, lie over against, so as to watch each other, ἡμέραι σφι ἀντικατημένοισι ἐγεγόνεσαν ὀκτώ Hdt.9.39, cf. 41, Th.5.6, X.Eq.Mag.8.12, etc.: metaph., λόγος ἀ. τινι S.E.M.1.145.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. ἀντικατ-
1 abs. apostarse contra de ejércitos y flotas tomar posiciones, acecharse ἡμέραι δέ σφι ἀντικατημένοισι ... ἐγεγόνεσαν ὀκτώ Hdt.9.39, cf. 41, ἀντικάθητο καὶ αὐτὸς ἐπὶ τῷ Κερδυλίῳ Th.5.6, Θεσσαλῶν ἀντικαθημένων Polyaen.2.3.13, cf. X.Eq.8.12, Eq.Mag.8.20
c. dat. tomar posición frente a τοῖς λογχοφόροις Plb.3.94.6, ἀλλήλοις Plb.3.49.8.
2 oponerse a τοῖς ... βασιλεῦσιν οἱ ἔφοροι ἀντικάθηνται Archyt.Fr.Sp.1 (1, p.560), τῷ λογικῷ M.Ant.3.6, ἰσχυρὸς ἀντικάθηται τούτῳ λόγος S.E.M.1.145.

German (Pape)

[Seite 252] = ἀντικαθέζομαι, Her. 9, 33. 44; ἀντικάθωνται Xen. Hipparch. 8, 20; ἀντεκάθητο ἐπὶ τῷ Κερδυλίῳ Thuc. 5, 6; ἀλλήλοις μετὰ στρατοπέδων Pol. 3, 49.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀντεκαθήμην;
camper en face.
Étymologie: ἀντί, κάθημαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικάθημαι: ион. ἀντικάτημαι [pf. praes. к ἀντικαθίζομαι
1) быть расположенным (лагерем) напротив Thuc., Xen., Polyb., Plut.: τοῖς τείχεσιν ἀ. Plut. стоять у стен (города), осаждать (город);
2) противостоять, противоречить (ἰσχυρὸς ἀντικάθηται τούτῳ λόγος Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικάθημαι: Ἰων. ἀντικάτ-, κυρίως, πρκμ. τοῦ ἀντικαθίζομαι, ἀλλ’ ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεστ., κάθημαι, εἶμαι τοποθετημένος ἀπέναντί τινος, τινὶ Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 269. 11. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ στρατῶν καὶ στόλων καθημένων ἀπέναντι ἀλλήλων καὶ ἐπιτηρούντων ἀλλήλους, ἡμέραι δέ σφι ἀντικατημένοισι ἤδη ἐγεγόνεσαν ὀκτὼ Ἡρόδ. 9. 39, πρβλ. 41, Θουκ. 5. 6, Ξεν., κλ.: μεταφ. λόγος ἀντ. τινὶ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 145.

Greek Monolingual

ἀντικάθημαι και ιων. τ. ἀντικάτημαι (Α)
βλ. αντικαθίζω.

Greek Monotonic

ἀντικάθημαι: Ιων. ἀντι-κάτ-, παρακ. του ἀντικαθίζομαι, που χρησιμ. ως ενεστ., κάθομαι απέναντι· λέγεται για στρατεύματα ή στόλους, στέκομαι αντίθετα, ώστε να παρακολουθεί ο ένας τον άλλο, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

[perf. of ἀντικαθίζομαι, but used as pres.]
to be set over against; of armies or fleets, to lie over against, so as to watch each other, Hdt., Thuc.