μελαμβαθής: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melamvathis
|Transliteration C=melamvathis
|Beta Code=melambaqh/s
|Beta Code=melambaqh/s
|Definition=ές, [[darkly deep]], Ταρτάρου κευθμών <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>221</span>; ἀκταὶ Ἀχέροντος <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>523</span> ([[varia lectio|v.l.]] -[[βαφεῖς]]) ; σηκὸς δράκοντος <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1010</span> ([[varia lectio|v.l.]] -[[βαφής]]) <b class="b3">; εἴδωλον</b> [[varia lectio|v.l.]] in B.<span class="title">Fr.</span>25; cf. [[μελαγκευθής]].
|Definition=μελαμβαθές, [[darkly deep]], Ταρτάρου κευθμών [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''221; ἀκταὶ Ἀχέροντος [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''523 ([[varia lectio|v.l.]] -[[βαφεῖς]]); σηκὸς δράκοντος E.''Ph.''1010 ([[varia lectio|v.l.]] -[[βαφής]]) <b class="b3">; εἴδωλον</b> [[varia lectio|v.l.]] in B.''Fr.''25; cf. [[μελαγκευθής]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />noir et profond.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[βάθος]].
|btext=ής, ές :<br />[[noir et profond]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[βάθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελαμβᾰθής:''' [[чернеющий своей глубиной]], [[темный и глубокий]] (Ταρτάρου [[κευθμών]] Aesch.; σηκὸς δράκοντος Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελαμβαθής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει μαύρο [[βάθος]], αυτός που φαίνεται πολύ [[σκοτεινός]] λόγω του μεγάλου βάθους του («Ἰλλυρικοῑο μελαμβαθέος ποταμοῑο», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάθος]]), [[πρβλ]]. <i>αγχι</i>-<i>βαθής</i>].
|mltxt=[[μελαμβαθής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει μαύρο [[βάθος]], αυτός που φαίνεται πολύ [[σκοτεινός]] λόγω του μεγάλου βάθους του («Ἰλλυρικοῑο μελαμβαθέος ποταμοῖο», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάθος]]), [[πρβλ]]. [[αγχιβαθής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελαμβᾰθής:''' -ές ([[βάθος]]), αυτός που βρίσκεται σε [[σκοτεινά]] [[βάθη]], [[πολύ]] [[βαθύς]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''μελαμβᾰθής:''' -ές ([[βάθος]]), αυτός που βρίσκεται σε [[σκοτεινά]] [[βάθη]], [[πολύ]] [[βαθύς]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελαμβᾰθής:''' [[чернеющий своей глубиной]], [[темный и глубокий]] (Ταρτάρου [[κευθμών]] Aesch.; σηκὸς δράκοντος Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 09:47, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμβᾰθής Medium diacritics: μελαμβαθής Low diacritics: μελαμβαθής Capitals: ΜΕΛΑΜΒΑΘΗΣ
Transliteration A: melambathḗs Transliteration B: melambathēs Transliteration C: melamvathis Beta Code: melambaqh/s

English (LSJ)

μελαμβαθές, darkly deep, Ταρτάρου κευθμών A.Pr.221; ἀκταὶ Ἀχέροντος S.Fr.523 (v.l. -βαφεῖς); σηκὸς δράκοντος E.Ph.1010 (v.l. -βαφής) ; εἴδωλον v.l. in B.Fr.25; cf. μελαγκευθής.

German (Pape)

[Seite 118] ές, mit schwarzer Tiefe, tief und schwarz; Ταρτάρου μελαμβαθὴς κευθμών, Aesch. Prom. 219; Soph. frg. 469; σῆκον ἐς μελαμβαθῆ δράκοντος, Eur. Phoen. 1017; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 516.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
noir et profond.
Étymologie: μέλας, βάθος.

Russian (Dvoretsky)

μελαμβᾰθής: чернеющий своей глубиной, темный и глубокий (Ταρτάρου κευθμών Aesch.; σηκὸς δράκοντος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μελαμβᾰθής: -ές, ὁ ἔχων μέλαν βάθος, ὁ ἐκ τοῦ πολλοῦ βάθους φαινόμενος σκοτεινότατος, Ταρτάρου κευθμὼν Αἰσχύλ. Πρ. 219· ἀκταὶ Ἀχέροντος Σοφ. Ἀποσπ. 469· σηκὸς δράκοντος Εὐρ. Φοίν. 1010, κτλ.· συχν. ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. τοῦ μελαμβᾰφής, ές, βεβαμμένος μέλας, ὅπερ ἀπαντᾷ ἐν Βακχυλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. εἴδωλον, Πολυδ. Ζ΄, 129, κτλ.

Greek Monolingual

μελαμβαθής, -ές (Α)
αυτός που έχει μαύρο βάθος, αυτός που φαίνεται πολύ σκοτεινός λόγω του μεγάλου βάθους του («Ἰλλυρικοῑο μελαμβαθέος ποταμοῖο», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -βαθής (< βάθος), πρβλ. αγχιβαθής].

Greek Monotonic

μελαμβᾰθής: -ές (βάθος), αυτός που βρίσκεται σε σκοτεινά βάθη, πολύ βαθύς, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

μελαμ-βᾰθής, ές βάθος
darkly deep, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

black and deep, deep and dark, deep and gloomy, steeped in darkness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)