εὔειρος: Difference between revisions

From LSJ

Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl

Menander, Monostichoi, 105
(CSV import)
 
m (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyeiros
|Transliteration C=eyeiros
|Beta Code=eu)/eiros
|Beta Code=eu)/eiros
|Definition=ον, (εἶρος, ἔριον) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with</b> or <b class="b2">of good wool, fleecy</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.187</span> (Sup.), <span class="title">AP</span>7.657 (Leon.):—Att. εὔερος (cf. Phryn. 122) <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>675</span> (Lob. for <b class="b3">εὐείρῳ</b>); <b class="b3">εὔερόν τ' ἄγραν</b> (Schneidew. for <b class="b3">εὔκερών τ'</b>) <span class="bibl">Id.<span class="title">Aj.</span> 297</span>; εἴ τινα πόλιν φράσειας ἡμῖν εὔερον <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>121</span>; γλῶσσαν εὐέρων βοτῶν <span class="bibl">Cratin. 175</span>: heterocl. acc. pl. <b class="b3">εὔειρας</b> v.l. for [[ἐτῆρας]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>751</span>.</span>
|Definition=εὔειρον, ([[εἶρος]], [[ἔριον]]) [[with]] or [[of good wool]], [[fleecy]], Hp.''Mul.''2.187 (Sup.), ''AP''7.657 (Leon.):—Att. [[εὔερος]] (cf. Phryn. 122) S.''Tr.''675 (Lob. for [[εὐείρῳ]]); <b class="b3">εὔερόν τ' ἄγραν</b> (Schneidew. for <b class="b3">εὔκερών τ'</b>) Id.''Aj.'' 297; εἴ τινα πόλιν φράσειας ἡμῖν εὔερον [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''121; γλῶσσαν εὐέρων βοτῶν Cratin. 175: heterocl. acc. pl. [[εὔειρας]] [[varia lectio|v.l.]] for [[ἐτῆρας]], [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''751.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1064.png Seite 1064]] schönwollig, Hippocr.; οἶες, Leon. Tar. 98 (VII, 657). S. [[εὔερος]],
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[d'une belle laine]], [[d'une laine abondante]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[εἶρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔειρος:''' [[покрытый красивой шерстью]], [[прекраснорунный]] (οἶες Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''εὔειρος''': -ον, ([[εἶρος]], [[ἔριον]]) ἔχων [[ἔριον]] καλὸν ἢ ἐκ καλοῦ ἐρίου, Ἱππ. 666. 41 (ἐν τῷ ὑπερθ.), Ἀνθ. Π. 7. 657: - Ἀττ. [[εὔερος]] Σοφ. Τρ. 675 (κατὰ Λοβέκ. ἀντὶ εὐείρου)· εὔερόν τ’ ἄγραν, δηλ. πρόβατα, (εὔερον κατὰ Schneidew., εὔκερών τ’, κατὰ τὰ ἀντίγραφα) ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 297, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb· εἴ τινα πόλιν φράσειας ἡμῖν εὔερον Ἀριστοφ. Ὄρν. 121· γλῶσσαν εὐέρων βοτῶν, «[[οἷον]] μαλακὴν [[ὥσπερ]] σισύραν εὐέρτον» (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ άνωτ.), Κρατῖνος ἐν «Πυλαίᾳ» 6. - Περὶ τοῦ Ἀττ. τύπου ἴδε Φρύν. 146 καὶ Λοβ. ἐν τόπῳ· περὶ δὲ τῆς ἑτερόκλ. αἰτ. εὔειρας ἀντὶ εὐέρους ἴδε ἐν λ. [[ἐτήρ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔειρος]] και αττ. τ. [[εὔερος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει καλό [[έριο]], [[μαλλί]], ο [[βαθύμαλλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[είρος]] «[[μαλλί]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔειρος:''' -ον ([[εἶρος]], [[ἔριον]]), αυτός που είναι φτιαγμένος με ή προέρχεται από καλής ποιότητας [[μαλλί]], [[μαλακός]], σε Ανθ.· σε Αττ., [[εὔερος]], σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εἶρος]], [[ἔριον]]<br />with or of [[good]] [[wool]], [[fleecy]], Anth.:—Attic [[εὔερος]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔειρος Medium diacritics: εὔειρος Low diacritics: εύειρος Capitals: ΕΥΕΙΡΟΣ
Transliteration A: eúeiros Transliteration B: eueiros Transliteration C: eyeiros Beta Code: eu)/eiros

English (LSJ)

εὔειρον, (εἶρος, ἔριον) with or of good wool, fleecy, Hp.Mul.2.187 (Sup.), AP7.657 (Leon.):—Att. εὔερος (cf. Phryn. 122) S.Tr.675 (Lob. for εὐείρῳ); εὔερόν τ' ἄγραν (Schneidew. for εὔκερών τ') Id.Aj. 297; εἴ τινα πόλιν φράσειας ἡμῖν εὔερον Ar.Av.121; γλῶσσαν εὐέρων βοτῶν Cratin. 175: heterocl. acc. pl. εὔειρας v.l. for ἐτῆρας, S.Fr.751.

German (Pape)

[Seite 1064] schönwollig, Hippocr.; οἶες, Leon. Tar. 98 (VII, 657). S. εὔερος,

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'une belle laine, d'une laine abondante.
Étymologie: εὖ, εἶρος.

Russian (Dvoretsky)

εὔειρος: покрытый красивой шерстью, прекраснорунный (οἶες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔειρος: -ον, (εἶρος, ἔριον) ἔχων ἔριον καλὸν ἢ ἐκ καλοῦ ἐρίου, Ἱππ. 666. 41 (ἐν τῷ ὑπερθ.), Ἀνθ. Π. 7. 657: - Ἀττ. εὔερος Σοφ. Τρ. 675 (κατὰ Λοβέκ. ἀντὶ εὐείρου)· εὔερόν τ’ ἄγραν, δηλ. πρόβατα, (εὔερον κατὰ Schneidew., εὔκερών τ’, κατὰ τὰ ἀντίγραφα) ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 297, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb· εἴ τινα πόλιν φράσειας ἡμῖν εὔερον Ἀριστοφ. Ὄρν. 121· γλῶσσαν εὐέρων βοτῶν, «οἷον μαλακὴν ὥσπερ σισύραν εὐέρτον» (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ άνωτ.), Κρατῖνος ἐν «Πυλαίᾳ» 6. - Περὶ τοῦ Ἀττ. τύπου ἴδε Φρύν. 146 καὶ Λοβ. ἐν τόπῳ· περὶ δὲ τῆς ἑτερόκλ. αἰτ. εὔειρας ἀντὶ εὐέρους ἴδε ἐν λ. ἐτήρ.

Greek Monolingual

εὔειρος και αττ. τ. εὔερος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλό έριο, μαλλί, ο βαθύμαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + είρος «μαλλί»].

Greek Monotonic

εὔειρος: -ον (εἶρος, ἔριον), αυτός που είναι φτιαγμένος με ή προέρχεται από καλής ποιότητας μαλλί, μαλακός, σε Ανθ.· σε Αττ., εὔερος, σε Σοφ.

Middle Liddell

εἶρος, ἔριον
with or of good wool, fleecy, Anth.:—Attic εὔερος, Soph.