ἀρραγής: Difference between revisions
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
(Bailly1_1) |
|||
(26 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=arragis | |Transliteration C=arragis | ||
|Beta Code=a)rragh/s | |Beta Code=a)rragh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀρραγές, ([[ῥήγνυμι]])<br><span class="bld">A</span> [[unbroken]], ὀστέον Hp.''VC''12; [[βάσεις]], [[ἁρμοί]], ''IG''7.3073.103,117 (Lebad.); τάξις Ael.''Tact.''13.3; φάλαγξ Arr.''Tact.'' 12.4; [[σίδηρος]] Plu.''Demetr.''21; [[τὸ ἀρραγές]] = [[unbroken surface]], Arist.''Pr.''899b20.<br><span class="bld">2</span> [[that cannot be rent]] or [[that cannot be broken]], ξύλα [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 5.5.6; τείχεα D.P.1006: metaph., πόνος παιδείας Ph.1.471 (Sup.); [[νοῦς]] Max. Tyr. 41.2; ὁμολογία ''Anatolian Studies'' p.39 (Sardes, v A. D.), cf. ''PLond.'' 1731.34.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἀρραγὲς ὄμμα</b> an [[eye]] [[not bursting into tears]], [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''736. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀρρᾰγής) -ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no roto]] de concr. y abstr. ὀστέα Hp.<i>VC</i> 12, βάσεις <i>IG</i> 7.3073.103, ἁρμοί <i>IG</i> 7.3073.117 (Lebadea II a.C.), τάξις Ael.<i>Tact</i>.13.3, φάλαγξ Arr.<i>Tact</i>.12.4, σίδηρος Plu.<i>Demetr</i>.21, κόρυθες <i>AP</i> 9.323 (Antip.Sid.), ἕρκεα Nonn.<i>D</i>.22.174, κνημῖδες Nonn.<i>D</i>.30.29, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἀρραγές]] = [[superficie no rota]] Arist.<i>Pr</i>.899<sup>b</sup>20<br /><b class="num">•</b>fig. ἀρραγὲς ὄμμα ojo que no ha comenzado a llorar</i> S.<i>Fr</i>.736.<br /><b class="num">2</b> [[irrompible]] de concr. ξύλα Thphr.<i>HP</i> 5.5.6, τείχεα D.P.1006<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[inquebrantable]] παιδείας πόνος Ph.1.471, νοῦς Max.Tyr.41.2, ὁμολογία <i>Sardis</i> 18.50 (V d.C.), <i>Stud.Pal</i>.20.227.5 (VI/VII d.C.) [[διάλυσις]] <i>SB</i> 7033.73 (V d.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀρραγῶς]] = [[sin rotura]] S.<i>Fr</i>.1024a. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />[[non brisé]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ῥήγνυμι]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές ([[ῥήγνυμι]]), <i>nicht zu [[zerreißen]], [[unzerbrechlich]]</i>, Theophr.; Plut. [[σίδηρος]] Dem. 21; [[ὄμμα]], ein <i>nicht in [[Tränen]] [[ausbrechend]]</i>es Auge, Soph. frg. 847. – Kompar. ἀρραγέστερος, [[weniger]] [[gebrechlich]], [[sicherer]], Alciphr. 2.4. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρρᾰγής:''' [[неломкий]], [[небьющийся]] ([[σίδηρος]] Plut.): τὸ ἀρραγές Arst. прочность. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρρᾰγής''': -ές, ([[ῥήγνυμι]]), ὁ μὴ ῥαγείς, ὁ μὴ θλασθείς, [[ὀστέον]] Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 903· [[σίδηρος]] Πλούτ. Δημήτρ. 21: τὸ ἀρραγές, ἡ μὴ ῥαγεῖσα [[ἐπιφάνεια]] Ἀριστ. Προβλ. 11. 7. 2) ἄρρηκτος, ὁ μὴ ῥηγνύμενος, τὰ δὲ ἀγάλματα γλύφουσιν ἐκ κέδρων... καὶ ἐκ τῶν ἐλαΐνων ριζῶν· ἀρραγεῖς γὰρ αὗται, [[διότι]] δὲν ῥαγίζονται, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 3, 7· [[τεῖχος]] Διον. Π. 1006. ΙΙ. ἀρραγὲς [[ὄμμα]], [[ὅπερ]] δὲν «ξεσπᾷ εἰς δάκρυα», «οὐ δακρῦον· ᾧ τρόπῳ φαμὲν κατερράγη μου [[δάκρυον]]» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 847.) | |lstext='''ἀρρᾰγής''': -ές, ([[ῥήγνυμι]]), ὁ μὴ ῥαγείς, ὁ μὴ θλασθείς, [[ὀστέον]] Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 903· [[σίδηρος]] Πλούτ. Δημήτρ. 21: τὸ ἀρραγές, ἡ μὴ ῥαγεῖσα [[ἐπιφάνεια]] Ἀριστ. Προβλ. 11. 7. 2) ἄρρηκτος, ὁ μὴ ῥηγνύμενος, τὰ δὲ ἀγάλματα γλύφουσιν ἐκ κέδρων... καὶ ἐκ τῶν ἐλαΐνων ριζῶν· ἀρραγεῖς γὰρ αὗται, [[διότι]] δὲν ῥαγίζονται, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 3, 7· [[τεῖχος]] Διον. Π. 1006. ΙΙ. ἀρραγὲς [[ὄμμα]], [[ὅπερ]] δὲν «ξεσπᾷ εἰς δάκρυα», «οὐ δακρῦον· ᾧ τρόπῳ φαμὲν κατερράγη μου [[δάκρυον]]» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 847.) | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-ές (AM [[ἀρραγής]] [-οῦς], -ές)<br /><b>1.</b> ο [[ακλόνητος]], ο [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> ο πολύ [[στερεός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ρωγμές<br /><b>2.</b> (για το [[μάτι]]) αυτό που δεν ξεσπάει σε δάκρυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραγής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ερράγην</i>, β' παθ. αόρ. του ρ. [[ρήγνυμι]]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ἄθραυστος]]). Ἀπό τό α στερητ. + [[ρήγνυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[unbroken]]=== | |||
Bulgarian: цял; Catalan: sencer; French: [[entier]]; Greek: [[αθρυμμάτιστος]]; Ancient Greek: [[ἄθραυστος]], [[ἀρραγής]], [[ἄρρηκτος]], [[ἄκλαστος]], [[ἄθρυπτος]]; Italian: [[intero]]; Latin: [[irruptus]]; Sanskrit: अक्षत | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:55, 23 March 2024
English (LSJ)
ἀρραγές, (ῥήγνυμι)
A unbroken, ὀστέον Hp.VC12; βάσεις, ἁρμοί, IG7.3073.103,117 (Lebad.); τάξις Ael.Tact.13.3; φάλαγξ Arr.Tact. 12.4; σίδηρος Plu.Demetr.21; τὸ ἀρραγές = unbroken surface, Arist.Pr.899b20.
2 that cannot be rent or that cannot be broken, ξύλα Thphr. HP 5.5.6; τείχεα D.P.1006: metaph., πόνος παιδείας Ph.1.471 (Sup.); νοῦς Max. Tyr. 41.2; ὁμολογία Anatolian Studies p.39 (Sardes, v A. D.), cf. PLond. 1731.34.
II ἀρραγὲς ὄμμα an eye not bursting into tears, S.Fr.736.
Spanish (DGE)
(ἀρρᾰγής) -ές
I 1no roto de concr. y abstr. ὀστέα Hp.VC 12, βάσεις IG 7.3073.103, ἁρμοί IG 7.3073.117 (Lebadea II a.C.), τάξις Ael.Tact.13.3, φάλαγξ Arr.Tact.12.4, σίδηρος Plu.Demetr.21, κόρυθες AP 9.323 (Antip.Sid.), ἕρκεα Nonn.D.22.174, κνημῖδες Nonn.D.30.29, cf. Hsch.
•subst. τὸ ἀρραγές = superficie no rota Arist.Pr.899b20
•fig. ἀρραγὲς ὄμμα ojo que no ha comenzado a llorar S.Fr.736.
2 irrompible de concr. ξύλα Thphr.HP 5.5.6, τείχεα D.P.1006
•de abstr. inquebrantable παιδείας πόνος Ph.1.471, νοῦς Max.Tyr.41.2, ὁμολογία Sardis 18.50 (V d.C.), Stud.Pal.20.227.5 (VI/VII d.C.) διάλυσις SB 7033.73 (V d.C.).
II adv. ἀρραγῶς = sin rotura S.Fr.1024a.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non brisé.
Étymologie: ἀ, ῥήγνυμι.
German (Pape)
ές (ῥήγνυμι), nicht zu zerreißen, unzerbrechlich, Theophr.; Plut. σίδηρος Dem. 21; ὄμμα, ein nicht in Tränen ausbrechendes Auge, Soph. frg. 847. – Kompar. ἀρραγέστερος, weniger gebrechlich, sicherer, Alciphr. 2.4.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρᾰγής: неломкий, небьющийся (σίδηρος Plut.): τὸ ἀρραγές Arst. прочность.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι), ὁ μὴ ῥαγείς, ὁ μὴ θλασθείς, ὀστέον Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 903· σίδηρος Πλούτ. Δημήτρ. 21: τὸ ἀρραγές, ἡ μὴ ῥαγεῖσα ἐπιφάνεια Ἀριστ. Προβλ. 11. 7. 2) ἄρρηκτος, ὁ μὴ ῥηγνύμενος, τὰ δὲ ἀγάλματα γλύφουσιν ἐκ κέδρων... καὶ ἐκ τῶν ἐλαΐνων ριζῶν· ἀρραγεῖς γὰρ αὗται, διότι δὲν ῥαγίζονται, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 3, 7· τεῖχος Διον. Π. 1006. ΙΙ. ἀρραγὲς ὄμμα, ὅπερ δὲν «ξεσπᾷ εἰς δάκρυα», «οὐ δακρῦον· ᾧ τρόπῳ φαμὲν κατερράγη μου δάκρυον» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 847.)
Greek Monolingual
-ές (AM ἀρραγής [-οῦς], -ές)
1. ο ακλόνητος, ο σταθερός
2. ο πολύ στερεός
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ρωγμές
2. (για το μάτι) αυτό που δεν ξεσπάει σε δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -ρραγής < ερράγην, β' παθ. αόρ. του ρ. ρήγνυμι].
Mantoulidis Etymological
(=ἄθραυστος). Ἀπό τό α στερητ. + ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.