εὐδιάσειστος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
(6_16) |
m (Text replacement - "Hsch.]]s.v." to "Hsch.]] s.v.") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evdiaseistos | |Transliteration C=evdiaseistos | ||
|Beta Code=eu)dia/seistos | |Beta Code=eu)dia/seistos | ||
|Definition= | |Definition=εὐδιάσειστον,<br><span class="bld">A</span> [[easily shaken]], ἀνέμῳ ''EM''104.5, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[s.v.]] [[ῥαδινόν]], etc.<br><span class="bld">II</span> [[easy to disprove]], A.D.''Pron.''4.23. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐδιάσειστος''': -ον, εὐκόλως διασειόμενος, Ἐτυμ. Μ. 104. 5, κλ. ΙΙ. ὃν εὐκόλως ἀνασκευάζει τις, Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. 3Β. | |lstext='''εὐδιάσειστος''': -ον, εὐκόλως διασειόμενος, Ἐτυμ. Μ. 104. 5, κλ. ΙΙ. ὃν εὐκόλως ἀνασκευάζει τις, Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. 3Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐδιάσειστος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που σείεται εύκολα («διὰ τὸ [[φύλλον]] εὐδιάσειστον [[εἶναι]] παντὶ ἀνέμῳ», Ε. Μ.)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να ανασκευάσει, να αναιρέσει εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[διάσειστος]] (<span style="color: red;"><</span> [[διασείω]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:08, 23 March 2024
English (LSJ)
εὐδιάσειστον,
A easily shaken, ἀνέμῳ EM104.5, cf. Hsch. s.v. ῥαδινόν, etc.
II easy to disprove, A.D.Pron.4.23.
German (Pape)
[Seite 1062] wohl durchschüttelt; leicht zu erschüttern, zu widerlegen, Schol. Il. 5, 226; Apoll. Dysc. Pron. 386.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάσειστος: -ον, εὐκόλως διασειόμενος, Ἐτυμ. Μ. 104. 5, κλ. ΙΙ. ὃν εὐκόλως ἀνασκευάζει τις, Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. 3Β.
Greek Monolingual
εὐδιάσειστος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που σείεται εύκολα («διὰ τὸ φύλλον εὐδιάσειστον εἶναι παντὶ ἀνέμῳ», Ε. Μ.)
2. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανασκευάσει, να αναιρέσει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάσειστος (< διασείω)].