εὔπλαστος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyplastos
|Transliteration C=eyplastos
|Beta Code=eu)/plastos
|Beta Code=eu)/plastos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[easy to mould]] or [[put into shape]], of a broken nose, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>39</span> (Sup.); <b class="b3">φύσει ποὺς εὔ</b>. <span class="bibl">Aristaenet.1.12</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[easy to mould]], [[ductile]], εὐπλαστότερον κηροῦ <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>588d</span>, cf. <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>17.9</span>, Dsc.4.75; [[φύσις]] (of sea-water) <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>761a34</span> (Comp.); ἦθος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>666c</span> (Comp.); of men, [[impressionable]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span>1455a33</span>.</span>
|Definition=εὔπλαστον,<br><span class="bld">A</span> [[easy to mould]] or [[put into shape]], of a broken nose, Hp.''Art.''39 (Sup.); <b class="b3">φύσει ποὺς εὔ.</b> Aristaenet.1.12.<br><span class="bld">2</span> [[easy to mould]], [[ductile]], εὐπλαστότερον κηροῦ [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 588d, cf. Ael.''NA''17.9, Dsc.4.75; [[φύσις]] (of sea-water) Arist.''GA''761a34 (Comp.); ἦθος [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''666c (Comp.); of men, [[impressionable]], Arist.''Po.''1455a33.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1088.png Seite 1088]] 1) gut, leicht zu bilden, zu formen, [[λόγος]] κηρο ῦ εὐπλαστότερον Plat. Rep. IX, 588, d; vgl. Ael. H. A. 17, 9; so [[ἦθος]] Plat. Legg Il, 666 c; Sp., wie Plut. – 2) gut gebildet, gut erdacht, Arist. poet. 17. – Aber [[φύσις]] εὐπλαστοτέρα ist akt., leichter bildend, Arist. gen. an. 3, 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1088.png Seite 1088]] 1) gut, leicht zu bilden, zu formen, [[λόγος]] κηρο ῦ εὐπλαστότερον Plat. Rep. IX, 588, d; vgl. Ael. H. A. 17, 9; so [[ἦθος]] Plat. Legg Il, 666 c; Sp., wie Plut. – 2) gut gebildet, gut erdacht, Arist. poet. 17. – Aber [[φύσις]] εὐπλαστοτέρα ist akt., leichter bildend, Arist. gen. an. 3, 11.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à façonner;<br /><i>Cp.</i> εὐπλαστότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλαστός]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔπλαστος:'''<br /><b class="num">1</b> [[весьма гибкий]], [[очень податливый]] ([[κηρός]], перен. [[ἦθος]] Plat.; [[νεότης]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[способный к творчеству]], [[творческий]] (οἱ εὐφυεῖς Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔπλαστος''': -ον, εὐκόλως πλαττόμενος, τιθέμενος εἰς καλὴν κατάστασιν, ἐπὶ τεθλασμένης [[ῥινός]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 804. 2) εὐκόλως πλαττόμενος ἢ λαμβάνων σχῆμά τι, ἐπὶ κηροῦ, Πλάτ. Πολ. 588D· εὐκόλως μορφούμενος, [[ἦθος]] ὁ αὐτὸς ἐν Νόμ. 666C· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἀριστ. Ποιητ. 17. 4. ΙΙ. εὐκόλως ἢ [[καλῶς]] πλάττουσα, δίδουσα [[σχῆμα]] καὶ μορφήν, [[φύσις]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 6.
|lstext='''εὔπλαστος''': -ον, εὐκόλως πλαττόμενος, τιθέμενος εἰς καλὴν κατάστασιν, ἐπὶ τεθλασμένης [[ῥινός]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 804. 2) εὐκόλως πλαττόμενος ἢ λαμβάνων σχῆμά τι, ἐπὶ κηροῦ, Πλάτ. Πολ. 588D· εὐκόλως μορφούμενος, [[ἦθος]] ὁ αὐτὸς ἐν Νόμ. 666C· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἀριστ. Ποιητ. 17. 4. ΙΙ. εὐκόλως ἢ [[καλῶς]] πλάττουσα, δίδουσα [[σχῆμα]] καὶ μορφήν, [[φύσις]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à façonner;<br /><i>Cp.</i> εὐπλαστότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλαστός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔπλαστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[κερί]] ή ύλη που μαλάσσεται, αναλύεται ή πήζει) ευκολόπλαστος<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) [[καλλίσωμος]], καλοφτιαγμένος, [[συμμετρικός]]<br /><b>3.</b> (για λόγο) αυτός που διαμορφώνεται εύκολα, που έχει [[ευστροφία]] στην [[έκφραση]]<br /><b>1.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που εύκολα πλάθει, που δίνει [[μορφή]]<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που πλάθεται εύκολα, που παίρνει εύκολα [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> αυτός που τίθεται σε καλή [[κατάσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλαστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάθω]])].
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔπλαστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[κερί]] ή ύλη που μαλάσσεται, αναλύεται ή πήζει) ευκολόπλαστος<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) [[καλλίσωμος]], καλοφτιαγμένος, [[συμμετρικός]]<br /><b>3.</b> (για λόγο) αυτός που διαμορφώνεται εύκολα, που έχει [[ευστροφία]] στην [[έκφραση]]<br /><b>1.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που εύκολα πλάθει, που δίνει [[μορφή]]<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που πλάθεται εύκολα, που παίρνει εύκολα [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> αυτός που τίθεται σε καλή [[κατάσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλαστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάθω]])].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔπλαστος:'''<br /><b class="num">1)</b> весьма гибкий, очень податливый ([[κηρός]], перен. [[ἦθος]] Plat.; [[νεότης]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> способный к творчеству, творческий (οἱ εὐφυεῖς Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 13:10, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπλαστος Medium diacritics: εὔπλαστος Low diacritics: εύπλαστος Capitals: ΕΥΠΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: eúplastos Transliteration B: euplastos Transliteration C: eyplastos Beta Code: eu)/plastos

English (LSJ)

εὔπλαστον,
A easy to mould or put into shape, of a broken nose, Hp.Art.39 (Sup.); φύσει ποὺς εὔ. Aristaenet.1.12.
2 easy to mould, ductile, εὐπλαστότερον κηροῦ Pl.R. 588d, cf. Ael.NA17.9, Dsc.4.75; φύσις (of sea-water) Arist.GA761a34 (Comp.); ἦθος Pl.Lg.666c (Comp.); of men, impressionable, Arist.Po.1455a33.

German (Pape)

[Seite 1088] 1) gut, leicht zu bilden, zu formen, λόγος κηρο ῦ εὐπλαστότερον Plat. Rep. IX, 588, d; vgl. Ael. H. A. 17, 9; so ἦθος Plat. Legg Il, 666 c; Sp., wie Plut. – 2) gut gebildet, gut erdacht, Arist. poet. 17. – Aber φύσις εὐπλαστοτέρα ist akt., leichter bildend, Arist. gen. an. 3, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à façonner;
Cp. εὐπλαστότερος.
Étymologie: εὖ, πλαστός.

Russian (Dvoretsky)

εὔπλαστος:
1 весьма гибкий, очень податливый (κηρός, перен. ἦθος Plat.; νεότης Plut.);
2 способный к творчеству, творческий (οἱ εὐφυεῖς Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔπλαστος: -ον, εὐκόλως πλαττόμενος, τιθέμενος εἰς καλὴν κατάστασιν, ἐπὶ τεθλασμένης ῥινός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 804. 2) εὐκόλως πλαττόμενος ἢ λαμβάνων σχῆμά τι, ἐπὶ κηροῦ, Πλάτ. Πολ. 588D· εὐκόλως μορφούμενος, ἦθος ὁ αὐτὸς ἐν Νόμ. 666C· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἀριστ. Ποιητ. 17. 4. ΙΙ. εὐκόλως ἢ καλῶς πλάττουσα, δίδουσα σχῆμα καὶ μορφήν, φύσις ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 6.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔπλαστος, -ον)
1. (για κερί ή ύλη που μαλάσσεται, αναλύεται ή πήζει) ευκολόπλαστος
2. (για ανθρώπους) καλλίσωμος, καλοφτιαγμένος, συμμετρικός
3. (για λόγο) αυτός που διαμορφώνεται εύκολα, που έχει ευστροφία στην έκφραση
1. (με ενεργ. σημ.) αυτός που εύκολα πλάθει, που δίνει μορφή
2. (με παθ. σημ.) αυτός που πλάθεται εύκολα, που παίρνει εύκολα σχήμα
3. αυτός που τίθεται σε καλή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλαστός (< πλάθω)].