περιτρέφομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Pass., περιτρέφεται κυκόωντι [the [[milk]] forms [[curds]] as you [[mix]] it, Il.; σακέεσσι περιτρέφετο [[κρύσταλλος]] the ice froze [[hard]] [[upon]] the [[shield]]s, Od.
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιτρέφομαι:''' Παθ., <i>περιτρέφεται κυκόωντι</i>, (το [[γάλα]]) πήζει [[καθώς]] το ανακατεύεις σε Ομήρ. Ιλ.· σακέεσσι περιτρέφετο [[κρύσταλλος]], ο [[πάγος]] παγώνει, πήζει πάνω στις ασπίδες, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''περιτρέφομαι:''' Παθ., <i>περιτρέφεται κυκόωντι</i>, (το [[γάλα]]) πήζει [[καθώς]] το ανακατεύεις σε Ομήρ. Ιλ.· σακέεσσι περιτρέφετο [[κρύσταλλος]], ο [[πάγος]] παγώνει, πήζει πάνω στις ασπίδες, σε Ομήρ. Οδ.
Line 4: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιτρέφομαι:''' [[густеть]], [[твердеть]]: σακέεσσι περιτρέφετο [[κρύσταλλος]] Hom. на щитах кругом образовался лед; [[γάλα]] περιτρέφεται Hom. молоко свертывается.
|elrutext='''περιτρέφομαι:''' [[густеть]], [[твердеть]]: σακέεσσι περιτρέφετο [[κρύσταλλος]] Hom. на щитах кругом образовался лед; [[γάλα]] περιτρέφεται Hom. молоко свертывается.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Pass., περιτρέφεται κυκόωντι [the [[milk]] forms [[curds]] as you mix it, Il.; σακέεσσι περιτρέφετο [[κρύσταλλος]] the ice froze [[hard]] [[upon]] the shields, Od.
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 26 March 2024

Middle Liddell

Pass., περιτρέφεται κυκόωντι [the milk forms curds as you mix it, Il.; σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος the ice froze hard upon the shields, Od.

Greek Monotonic

περιτρέφομαι: Παθ., περιτρέφεται κυκόωντι, (το γάλα) πήζει καθώς το ανακατεύεις σε Ομήρ. Ιλ.· σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος, ο πάγος παγώνει, πήζει πάνω στις ασπίδες, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

περιτρέφομαι: густеть, твердеть: σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος Hom. на щитах кругом образовался лед; γάλα περιτρέφεται Hom. молоко свертывается.