διασφάλλω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diasfallo
|Transliteration C=diasfallo
|Beta Code=diasfa/llw
|Beta Code=diasfa/llw
|Definition=[[overturn utterly]], τὴν τέχνην Luc.''Abd.''17:—Pass., to [[fail of]], [[be disappointed of]], τινός Aeschin.2.35,3.91, D.S.20.10; <b class="b3">τῇ προνοία, ἐν πράξεσι</b>, Plb.5.81.7,4.14.3, cf. Arist.''Ath.''19.3; πάντα δ. Vett.Val.116.34.
|Definition=[[overturn utterly]], τὴν τέχνην Luc.''Abd.''17:—Pass., to [[fail of]], [[be disappointed of]], τινός Aeschin.2.35,3.91, [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.10; <b class="b3">τῇ προνοία, ἐν πράξεσι</b>, Plb.5.81.7,4.14.3, cf. Arist.''Ath.''19.3; πάντα δ. Vett.Val.116.34.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> [[echar por tierra]], [[hacer fracasar]], [[frustrar]] τι μικρὸν [[ἁμάρτημα]] ... τὴν τέχνην διέσφηλε un pequeño error echó por tierra toda la ciencia</i> ref. a la medicina, Luc.<i>Abd</i>.17<br /><b class="num">•</b>fig. [[trastornar]], [[alterar]] δ[ια] σφάλλει νόον el beber <i>Trag.Adesp</i>.90S.<br /><b class="num">II</b> intr., en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> c. suj. de pers. [[fracasar en]], [[fallar en]], [[equivocarse en]] c. gen. διασφαλῆναι τῆς ... συμμαχίας Aeschin.3.91, cf. 2.35, οὐ διεσφάλη τῆς ἐπιβολῆς Plb.3.81.12, cf. 5.36.1, πολὺ δὲ διεσφάλησαν τῆς ἀληθείας D.S.20.10, τῶν ἐλπίδων D.S.15.63, 18.51, c. dat. τῇ προνοίᾳ Plb.5.81.7, c. ἐν y dat. ἔν τε γὰρ τοῖς ἄλλοις οἷς ἔπραττον διεσφάλλοντο Arist.<i>Ath</i>.19.3, ἐν πράξεσι Plb.4.14.3, c. ac. de rel. μὴ πάντα διασφάλλεσθαι Vett.Val.111.13<br /><b class="num">•</b>sin rég. [[errar]], [[equivocarse]] σπανίως ἂν διασφάλλοιτο rara vez se equivocaría</i> Plb.6.9.11.<br /><b class="num">2</b> c. suj. de abstr. [[ser falso]] θεοῦ ἡ φωνὴ ... οὐ διασφαλήσεται Basil.M.31.633A, εἰ μὴ διέσφαλται τὸ ... Didym.M.39.897A, συμβαίνει ... διεσφάλθαι τὸν ὅρον sucede que la definición es falsa</i> Nemes.<i>Nat.Hom</i>.M.40.684C.
|dgtxt=<b class="num">I</b> [[echar por tierra]], [[hacer fracasar]], [[frustrar]] τι μικρὸν [[ἁμάρτημα]] ... τὴν τέχνην διέσφηλε un pequeño error echó por tierra toda la ciencia</i> ref. a la medicina, Luc.<i>Abd</i>.17<br /><b class="num">•</b>fig. [[trastornar]], [[alterar]] δ[ια] σφάλλει νόον el beber <i>Trag.Adesp</i>.90S.<br /><b class="num">II</b> intr., en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> c. suj. de pers. [[fracasar en]], [[fallar en]], [[equivocarse en]] c. gen. διασφαλῆναι τῆς ... συμμαχίας Aeschin.3.91, cf. 2.35, οὐ διεσφάλη τῆς ἐπιβολῆς Plb.3.81.12, cf. 5.36.1, πολὺ δὲ διεσφάλησαν τῆς ἀληθείας [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.10, τῶν ἐλπίδων [[Diodorus Siculus|D.S.]]15.63, 18.51, c. dat. τῇ προνοίᾳ Plb.5.81.7, c. ἐν y dat. ἔν τε γὰρ τοῖς ἄλλοις οἷς ἔπραττον διεσφάλλοντο Arist.<i>Ath</i>.19.3, ἐν πράξεσι Plb.4.14.3, c. ac. de rel. μὴ πάντα διασφάλλεσθαι Vett.Val.111.13<br /><b class="num">•</b>sin rég. [[errar]], [[equivocarse]] σπανίως ἂν διασφάλλοιτο rara vez se equivocaría</i> Plb.6.9.11.<br /><b class="num">2</b> c. suj. de abstr. [[ser falso]] θεοῦ ἡ φωνὴ ... οὐ διασφαλήσεται Basil.M.31.633A, εἰ μὴ διέσφαλται τὸ ... Didym.M.39.897A, συμβαίνει ... διεσφάλθαι τὸν ὅρον sucede que la definición es falsa</i> Nemes.<i>Nat.Hom</i>.M.40.684C.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:20, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασφάλλω Medium diacritics: διασφάλλω Low diacritics: διασφάλλω Capitals: ΔΙΑΣΦΑΛΛΩ
Transliteration A: diasphállō Transliteration B: diasphallō Transliteration C: diasfallo Beta Code: diasfa/llw

English (LSJ)

overturn utterly, τὴν τέχνην Luc.Abd.17:—Pass., to fail of, be disappointed of, τινός Aeschin.2.35,3.91, D.S.20.10; τῇ προνοία, ἐν πράξεσι, Plb.5.81.7,4.14.3, cf. Arist.Ath.19.3; πάντα δ. Vett.Val.116.34.

Spanish (DGE)

I echar por tierra, hacer fracasar, frustrar τι μικρὸν ἁμάρτημα ... τὴν τέχνην διέσφηλε un pequeño error echó por tierra toda la ciencia ref. a la medicina, Luc.Abd.17
fig. trastornar, alterar δ[ια] σφάλλει νόον el beber Trag.Adesp.90S.
II intr., en v. med.-pas.
1 c. suj. de pers. fracasar en, fallar en, equivocarse en c. gen. διασφαλῆναι τῆς ... συμμαχίας Aeschin.3.91, cf. 2.35, οὐ διεσφάλη τῆς ἐπιβολῆς Plb.3.81.12, cf. 5.36.1, πολὺ δὲ διεσφάλησαν τῆς ἀληθείας D.S.20.10, τῶν ἐλπίδων D.S.15.63, 18.51, c. dat. τῇ προνοίᾳ Plb.5.81.7, c. ἐν y dat. ἔν τε γὰρ τοῖς ἄλλοις οἷς ἔπραττον διεσφάλλοντο Arist.Ath.19.3, ἐν πράξεσι Plb.4.14.3, c. ac. de rel. μὴ πάντα διασφάλλεσθαι Vett.Val.111.13
sin rég. errar, equivocarse σπανίως ἂν διασφάλλοιτο rara vez se equivocaría Plb.6.9.11.
2 c. suj. de abstr. ser falso θεοῦ ἡ φωνὴ ... οὐ διασφαλήσεται Basil.M.31.633A, εἰ μὴ διέσφαλται τὸ ... Didym.M.39.897A, συμβαίνει ... διεσφάλθαι τὸν ὅρον sucede que la definición es falsa Nemes.Nat.Hom.M.40.684C.

German (Pape)

[Seite 605] verstärktes simplex; τὴν τέχνην Luc. Abdic. 17; διασφαλῆναι τῆς συμμαχίας Aesch. 3, 91; vgl. 2, 35; τῆς ἀληθείας D. Sic. 20, 10.

French (Bailly abrégé)

ao.2 Pass. διεστάλην;
1 bouleverser profondément, acc.;
2 faire faire fausse route ; Pass. faire fausse route : δ. συμμαχίας ESCHN être frustré d'une alliance, la manquer.
Étymologie: διά, σφάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σφάλλω tenietdoen:. μικρὸν ἁμάρτημα... τὴν τέχνην διέσφηλε een kleine fout doet onze bekwaamheid teniet Luc. 54.17.

Russian (Dvoretsky)

διασφάλλω:
1 опрокидывать, разрушать (τὴν τέχνην Luc.);
2 сбивать с пути: διασφαλῆναι τῆς πρός τινα συμμαχίας Aeschin. лишиться союза с кем-л.: διασφαλῆναι τῆς ἀληθείας Diod. уклониться от истины, ошибиться.

Greek Monolingual

διασφάλλω (Α)
1. κάνω κάτι ν' αποτύχει εντελώς
2. διασφάλλομαι, αποτυγχάνω.

Greek Monotonic

διασφάλλω: μέλ. -σφᾰλῶ, ανατρέπω εντελώς, σε Λουκ. — Παθ., απογοητεύομαι από, τινός, σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

διασφάλλω: ἐντελῶς ἀνατρέπω, ποιῶ τινα παντάπασι σφαλῆναι καὶ ἀποτυχεῖν, τὴν τέχνην Λουκ. Ἀποκηρυττ. 17. - Παθ., ἀποτυγχάνω ἐντελῶς, τινὸς Αἰσχίν. 33. 2., 66. 34, Διόδ. 20. 10.

Middle Liddell

fut. -σφᾰλῶ
to overturn utterly, Luc.— Pass. to be disappointed of, τινός Aeschin.