καταξύω: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(7) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataksyo | |Transliteration C=kataksyo | ||
|Beta Code=katacu/w | |Beta Code=katacu/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[scrape down]], Hp.''VC''19, Sor.2.12, Gal.10.132.<br><span class="bld">2</span> [[scratch]], [[mark]], Luc. ''Nigr.''27; <b class="b3">γραφίδεσσι κ.</b> [[inscribe]], Hymn.Is.11.<br><span class="bld">II</span> [[polish]], [[smooth]], [[plane down]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.15.2, [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.13:—Pass., σανὶς -εξυσμένη εἰς εὐθεῖαν τομήν Agatharch.27; γλῶσσα -εξυσμένη ὑπὸ τέκτονος [[LXX]] ''Ep.Je.''8.<br><span class="bld">III</span> Pass., of land, to [[be eroded]], PTeb.74.52 (ii B.C.), etc.<br><span class="bld">IV</span> Pass., to [[be worried]], πράγματι ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''525.4 (ii A.D.); <b class="b3">καταξύομαι μὴ ὁρῶν σε</b> ib.1676.24 (iii A.D.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1367.png Seite 1367]] (s. [[ξύω]]), zerschaben, zerreißen, zerkratzen, Sp., wie Luc. Nigr. 27; auch = glätten. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[couper la surface]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ξύω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-ξύω afschrapen, schuren. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταξύω:''' [[сцарапывать]], [[соскребать]], [[соскабливать]] (σιδήρῳ τι Luc.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καταξύω''': μέλλ. -ύσω ῡ, ξύω πολύ, ξύων [[φθείρω]], Ἱππ. Κεφ. Τρ. 911· ξύνων ἀφίνω [[ἴχνος]], σημειώνω, γραφίδεσσι, κ., γράφειν, Ἑλλην. Ἐπιγρ. 1028. 11· [[προσέτι]], [[καταμύσσω]], [[κατασχάζω]], καθαιματῶ, οἱ δὲ μαστιγοῦντες, οἱ δὲ χαριέστατοι καὶ σιδήρῳ τὰς ἐπιφανείας αὐτῶν καταξύοντες Λουκ. Νιγρ. 27. ΙΙ. στιλβώνω, ὡς τὸ [[καταξέω]], Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 2, Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 448, 4, Διόδ. 2, 13. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταξύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξύνω]] πολύ, [[φθείρω]] [[κάτι]] ξύνοντας<br /><b>2.</b> [[χαράζω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για [[γραφίδα]]) [[γράφω]]<br /><b>4.</b> [[στιλβώνω]], [[γυαλίζω]] [[κάτι]] με την [[τριβή]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>καταξύομαι</i><br />α) (για τη γη) [[υφίσταμαι]] [[διάβρωση]]<br />β) βλάπτομαι, βασανίζομαι, στενοχωρούμαι. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:28, 27 March 2024
English (LSJ)
A scrape down, Hp.VC19, Sor.2.12, Gal.10.132.
2 scratch, mark, Luc. Nigr.27; γραφίδεσσι κ. inscribe, Hymn.Is.11.
II polish, smooth, plane down, Thphr. HP 3.15.2, D.S.2.13:—Pass., σανὶς -εξυσμένη εἰς εὐθεῖαν τομήν Agatharch.27; γλῶσσα -εξυσμένη ὑπὸ τέκτονος LXX Ep.Je.8.
III Pass., of land, to be eroded, PTeb.74.52 (ii B.C.), etc.
IV Pass., to be worried, πράγματι POxy.525.4 (ii A.D.); καταξύομαι μὴ ὁρῶν σε ib.1676.24 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1367] (s. ξύω), zerschaben, zerreißen, zerkratzen, Sp., wie Luc. Nigr. 27; auch = glätten.
French (Bailly abrégé)
couper la surface.
Étymologie: κατά, ξύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-ξύω afschrapen, schuren.
Russian (Dvoretsky)
καταξύω: сцарапывать, соскребать, соскабливать (σιδήρῳ τι Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
καταξύω: μέλλ. -ύσω ῡ, ξύω πολύ, ξύων φθείρω, Ἱππ. Κεφ. Τρ. 911· ξύνων ἀφίνω ἴχνος, σημειώνω, γραφίδεσσι, κ., γράφειν, Ἑλλην. Ἐπιγρ. 1028. 11· προσέτι, καταμύσσω, κατασχάζω, καθαιματῶ, οἱ δὲ μαστιγοῦντες, οἱ δὲ χαριέστατοι καὶ σιδήρῳ τὰς ἐπιφανείας αὐτῶν καταξύοντες Λουκ. Νιγρ. 27. ΙΙ. στιλβώνω, ὡς τὸ καταξέω, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 2, Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 448, 4, Διόδ. 2, 13.
Greek Monolingual
καταξύω (Α)
1. ξύνω πολύ, φθείρω κάτι ξύνοντας
2. χαράζω κάτι
3. (για γραφίδα) γράφω
4. στιλβώνω, γυαλίζω κάτι με την τριβή
5. παθ. καταξύομαι
α) (για τη γη) υφίσταμαι διάβρωση
β) βλάπτομαι, βασανίζομαι, στενοχωρούμαι.