θανατικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(16)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thanatikos
|Transliteration C=thanatikos
|Beta Code=qanatiko/s
|Beta Code=qanatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">deadly</b>, <b class="b3">θ. ἐγκλήματα</b> <b class="b2">capital</b> charges, <span class="bibl">D.S.37.5</span>; <b class="b3">νόμοι, ζημία</b>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.5.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">AJ</span>15.11.5</span>; <b class="b3">δίκη θ</b>. trial <b class="b2">on a capital charge</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>10</span>, <span class="bibl"><span class="title">Alex.</span>42</span>; of planetary influences, Vett. Val.<span class="bibl">129.4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> Medic., <b class="b2">fatal</b>, συνδρομή Gal.16.545. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> Adv. <b class="b3">-κῶς, λέγεσθαι</b>, as expl. of <b class="b3">δυσηλεγής</b>, <span class="bibl">Eust.321.40</span>.</span>
|Definition=θανατική, θανατικόν,<br><span class="bld">A</span> [[deadly]], <b class="b3">θ. ἐγκλήματα</b> [[capital]] charges, [[Diodorus Siculus|D.S.]]37.5; [[νόμοι]], [[ζημία]], J.''BJ''3.5.7, ''AJ''15.11.5; <b class="b3">δίκη θ.</b> trial [[on a capital charge]], Plu.''Per.''10, ''Alex.''42; of planetary influences, Vett. Val.129.4.<br><span class="bld">2</span> Medic., [[fatal]], συνδρομή Gal.16.545.<br><span class="bld">3</span> Adv. [[θανατικῶς]], λέγεσθαι, as expl. of [[δυσηλεγής]], Eust.321.40.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1186.png Seite 1186]] den Tod betreffend, zu ihm gehörig, [[δίκη]], [[κρίσις]], Proceß auf Tod u. Leben, Criminalproceß, Plut. Pericl. 10 Alex. 42 u. a. Sp.; auch adv.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1186.png Seite 1186]] den Tod betreffend, zu ihm gehörig, [[δίκη]], [[κρίσις]], Prozess auf Tod u. Leben, Criminalproceß, Plut. Pericl. 10 Alex. 42 u. a. Sp.; auch adv.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la mort : θανατικὴ [[δίκη]] PLUT procès capital, qui peut entraîner la mort.<br />'''Étymologie:''' [[θάνατος]].
}}
{{elru
|elrutext='''θᾰνᾰτικός:''' [[угрожающий смертной казнью]] (ἐγκλήματα Diod.; [[δίκη]] Plut.): θανατικὴ [[κρίσις]] Plut. смертный приговор.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θᾰνᾰτικός''': -ή, -όν, [[θανατηφόρος]], θανάτου [[ἄξιος]], θ. [[ἔγκλημα]], «διὰ θάνατον», Διόδ. Ἐκλογ. 610. 39· [[δίκη]], Λατ. capitalis, Πλούτ. Περικλ. 10. Ἀλεξ. 42· - θανατικόν, τό, ἐπιδημικὴ [[ἀσθένεια]], [[λοιμός]], [[πανώλης]], Βυζ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 321. 41.
|lstext='''θᾰνᾰτικός''': -ή, -όν, [[θανατηφόρος]], θανάτου [[ἄξιος]], θ. [[ἔγκλημα]], «διὰ θάνατον», Διόδ. Ἐκλογ. 610. 39· [[δίκη]], Λατ. capitalis, Πλούτ. Περικλ. 10. Ἀλεξ. 42· - θανατικόν, τό, ἐπιδημικὴ [[ἀσθένεια]], [[λοιμός]], [[πανώλης]], Βυζ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 321. 41.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la mort : θανατικὴ [[δίκη]] PLUT procès capital, qui peut entraîner la mort.<br />'''Étymologie:''' [[θάνατος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[θανατικός]], -ή, -όν) [[θάνατος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάνατο ή συνεπάγεται τον θάνατο (α. «θανατική [[ποινή]]» β. «θανατική [[δίκη]]» — [[δίκη]] [[κατά]] την οποία η [[απόφαση]] [[περί]] ενοχής του κατηγορουμένου συνεπάγεται [[καταδίκη]] του σε θάνατο, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θανατικό</i>(<i>ν</i>)<br />[[θανατηφόρος]] [[επιδημία]], [[λοιμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μοιραίος]], [[ολέθριος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θανατικῶς</i> (Μ)<br />με θανατικό τρόπο («θανατικῶς λέγεσθαι», <b>Ευστ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό (AM [[θανατικός]], -ή, -όν) [[θάνατος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάνατο ή συνεπάγεται τον θάνατο (α. «θανατική [[ποινή]]» β. «θανατική [[δίκη]]» — [[δίκη]] [[κατά]] την οποία η [[απόφαση]] [[περί]] ενοχής του κατηγορουμένου συνεπάγεται [[καταδίκη]] του σε θάνατο, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θανατικό</i>(<i>ν</i>)<br />[[θανατηφόρος]] [[επιδημία]], [[λοιμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μοιραίος]], [[ολέθριος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θανατικῶς</i> (Μ)<br />με θανατικό τρόπο («θανατικῶς λέγεσθαι», <b>Ευστ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''θᾰνᾰτικός:''' -ή, -όν, [[θανατηφόρος]]· θανατικὴ [[δίκη]], [[ποινή]] θανάτου, σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θᾰνᾰτικός, ή, όν<br />[[deadly]], θ. [[δίκη]] [[sentence]] of [[death]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 07:34, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰνᾰτικός Medium diacritics: θανατικός Low diacritics: θανατικός Capitals: ΘΑΝΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thanatikós Transliteration B: thanatikos Transliteration C: thanatikos Beta Code: qanatiko/s

English (LSJ)

θανατική, θανατικόν,
A deadly, θ. ἐγκλήματα capital charges, D.S.37.5; νόμοι, ζημία, J.BJ3.5.7, AJ15.11.5; δίκη θ. trial on a capital charge, Plu.Per.10, Alex.42; of planetary influences, Vett. Val.129.4.
2 Medic., fatal, συνδρομή Gal.16.545.
3 Adv. θανατικῶς, λέγεσθαι, as expl. of δυσηλεγής, Eust.321.40.

German (Pape)

[Seite 1186] den Tod betreffend, zu ihm gehörig, δίκη, κρίσις, Prozess auf Tod u. Leben, Criminalproceß, Plut. Pericl. 10 Alex. 42 u. a. Sp.; auch adv.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la mort : θανατικὴ δίκη PLUT procès capital, qui peut entraîner la mort.
Étymologie: θάνατος.

Russian (Dvoretsky)

θᾰνᾰτικός: угрожающий смертной казнью (ἐγκλήματα Diod.; δίκη Plut.): θανατικὴ κρίσις Plut. смертный приговор.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνᾰτικός: -ή, -όν, θανατηφόρος, θανάτου ἄξιος, θ. ἔγκλημα, «διὰ θάνατον», Διόδ. Ἐκλογ. 610. 39· δίκη, Λατ. capitalis, Πλούτ. Περικλ. 10. Ἀλεξ. 42· - θανατικόν, τό, ἐπιδημικὴ ἀσθένεια, λοιμός, πανώλης, Βυζ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 321. 41.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM θανατικός, -ή, -όν) θάνατος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάνατο ή συνεπάγεται τον θάνατο (α. «θανατική ποινή» β. «θανατική δίκη» — δίκη κατά την οποία η απόφαση περί ενοχής του κατηγορουμένου συνεπάγεται καταδίκη του σε θάνατο, Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το θανατικό(ν)
θανατηφόρος επιδημία, λοιμός
αρχ.
μοιραίος, ολέθριος.
επίρρ...
θανατικῶς (Μ)
με θανατικό τρόπο («θανατικῶς λέγεσθαι», Ευστ.).

Greek Monotonic

θᾰνᾰτικός: -ή, -όν, θανατηφόρος· θανατικὴ δίκη, ποινή θανάτου, σε Πλούτ.

Middle Liddell

θᾰνᾰτικός, ή, όν
deadly, θ. δίκη sentence of death, Plut.