ξενισμός: Difference between revisions
Ἡ πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint
mNo edit summary |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksenismos | |Transliteration C=ksenismos | ||
|Beta Code=cenismo/s | |Beta Code=cenismo/s | ||
|Definition=ὁ, = [[ξένισις]] ([[entertainment]] of [[guest]]s), Pl. ''Ly.''205c, Luc.''Salt.''45, etc.;<br><span class="bld">A</span> τὸν ξ. ποιεῖν τῷ Ἡρακλεῖ ''SIG''1106.61 (Cos, iv/iii B. C.); καλέσαι τινὰς ἐπὶ ξενισμόν ''BCH''49.306 (Teos): in plural, Plu.''Demetr.''12, etc.<br><span class="bld">II</span> [[strangeness]], [[novelty]], Plb.15.17.1, D.S.3.33.<br><span class="bld">2</span> [[injurious effect of change]], ξενισμοὶ ὑδάτων Dsc.2.152: but, generally, [[change]], τῶν ξενισμοῦ καὶ μεταποιήσεως χρῃζόντων Antyll. ap. Orib.7.7.7; μέγας ὁ ξ. τοῦ σώματος Gal.17(2).28; ξενισμὸν ἐμποιεῖν Sor.1.116; ξ. στομάχου Ruf. ap. Orib.7.26.152. | |Definition=ὁ, = [[ξένισις]] ([[entertainment]] of [[guest]]s), Pl. ''Ly.''205c, Luc.''Salt.''45, etc.;<br><span class="bld">A</span> τὸν ξ. ποιεῖν τῷ Ἡρακλεῖ ''SIG''1106.61 (Cos, iv/iii B. C.); καλέσαι τινὰς ἐπὶ ξενισμόν ''BCH''49.306 (Teos): in plural, Plu.''Demetr.''12, etc.<br><span class="bld">II</span> [[strangeness]], [[novelty]], Plb.15.17.1, [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.33.<br><span class="bld">2</span> [[injurious effect of change]], ξενισμοὶ ὑδάτων Dsc.2.152: but, generally, [[change]], τῶν ξενισμοῦ καὶ μεταποιήσεως χρῃζόντων Antyll. ap. Orib.7.7.7; μέγας ὁ ξ. τοῦ σώματος Gal.17(2).28; ξενισμὸν ἐμποιεῖν Sor.1.116; ξ. στομάχου Ruf. ap. Orib.7.26.152. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:35, 27 March 2024
English (LSJ)
ὁ, = ξένισις (entertainment of guests), Pl. Ly.205c, Luc.Salt.45, etc.;
A τὸν ξ. ποιεῖν τῷ Ἡρακλεῖ SIG1106.61 (Cos, iv/iii B. C.); καλέσαι τινὰς ἐπὶ ξενισμόν BCH49.306 (Teos): in plural, Plu.Demetr.12, etc.
II strangeness, novelty, Plb.15.17.1, D.S.3.33.
2 injurious effect of change, ξενισμοὶ ὑδάτων Dsc.2.152: but, generally, change, τῶν ξενισμοῦ καὶ μεταποιήσεως χρῃζόντων Antyll. ap. Orib.7.7.7; μέγας ὁ ξ. τοῦ σώματος Gal.17(2).28; ξενισμὸν ἐμποιεῖν Sor.1.116; ξ. στομάχου Ruf. ap. Orib.7.26.152.
German (Pape)
[Seite 277] ὁ, 1) = ξένισις, Plat. Lys. 205 c; Plut. Thes. 14 u. a. Sp. – 2) Neuheit, Ungewohntheit, Fremdartigkeit einer Sache, Pol. 15, 17, 1 D. L. 2, 94 u. a. Sp. Auch eine durch Ungewohntes hervorgebrachte, nachtheilige Veränderung, Hippiatr.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :c. ξένισις: réception d'un étranger.
Russian (Dvoretsky)
ξενισμός: ὁ
1 Plat., Plut. = ξένισις;
2 необычность, новизна Polyb., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ξενισμός: ὁ, = ξένισις, Πλάτ. Λῦσ. 205C, Λουκ. π. Ὀρχ. 45· κτλ· ἐν τῷ πληθ., Πλουτ. Δημήτρ. 12, κτλ ΙΙ. τὸ παράδοξον πράγματός τινος, Πολύβ. 15. 17, 1, Διόδ. 3. 33. 2) ἐπιβλαβὴς ἐνέργεια πράγματός τινος προερχομένη ἐκ χρήσεως μὴ συνήθους, «βιβρωσκόμενον δὲ (τὸ σκόροδον δηλ.) καὶ πρὸς τοὺς ξενισμοὺς τῶν ὑδάτων ἁρμόζει» Διοσκ. 2. 182· ἴδε ξενίζω ΙΙ.
Greek Monolingual
ο (Α ξενισμός) ξενίζω
νεοελλ.
1. η χρησιμοποίηση ξενικών λέξεων και τύπων σύνταξης, αντί της αναζήτησης αντίστοιχων λέξεων και τύπων της ντόπιας γλώσσας (α. «ήλθε η μαντάμ» — ήλθε η κυρία
β. «έλαβε χώραν» — έγινε, συντελέστηκε, πραγματοποιήθηκε)
2. η μίμηση τών ξένων
αρχ.
1. η φιλοξενία
2. το παράδοξο, το ασυνήθιστο
3. επιβλαβής κατάσταση που προέρχεται από αλλαγή της συνηθισμένης χρήσης ενός πράγματος
4. επιζήμιο γεγονός
5. έκπληξη, κατάπληξη
6. διαφοροποίηση, μεταβολή.
Greek Monotonic
ξενισμός: ὁ, = ξένισις, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ξενισμός, οῦ, ὁ, = ξένισις, Plat.]