προκατεργάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prokatergazomai
|Transliteration C=prokatergazomai
|Beta Code=prokaterga/zomai
|Beta Code=prokaterga/zomai
|Definition=<span class="bld">A</span> [[subdue first]], τινα D.C.43.4.<br><span class="bld">2</span> [[prepare beforehand]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 3.20.8, al.; [[work up beforehand]], τὸ ψυχικὸν πνεῦμα Gal.''UP''8.10; [[do]] or [[perform beforehand]], χρήσιμον π. ἔργον D.S.30.8:—pf. Pass., Id.4.17; to [[be prepared]], J.''AJ''19.1.14, Plu.Comp. Demetr.Ant.1: aor. προκατειργάσθην only in pass. sense, ταῖς -ασθείσαις πράξεσι [[already performed]], D.S.1.53; -ασθεὶς τῇ μάχῃ [[worn out]], [[exhausted]], Paus.6.6.5; of food, [[digested]], Gal.1.655.
|Definition=<span class="bld">A</span> [[subdue first]], τινα D.C.43.4.<br><span class="bld">2</span> [[prepare beforehand]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 3.20.8, al.; [[work up beforehand]], τὸ ψυχικὸν πνεῦμα Gal.''UP''8.10; [[do]] or [[perform beforehand]], χρήσιμον π. ἔργον [[Diodorus Siculus|D.S.]]30.8:—pf. Pass., Id.4.17; to [[be prepared]], J.''AJ''19.1.14, Plu.Comp. Demetr.Ant.1: aor. προκατειργάσθην only in pass. sense, ταῖς -ασθείσαις πράξεσι [[already performed]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.53; -ασθεὶς τῇ μάχῃ [[worn out]], [[exhausted]], Paus.6.6.5; of food, [[digested]], Gal.1.655.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:36, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκατεργάζομαι Medium diacritics: προκατεργάζομαι Low diacritics: προκατεργάζομαι Capitals: ΠΡΟΚΑΤΕΡΓΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: prokatergázomai Transliteration B: prokatergazomai Transliteration C: prokatergazomai Beta Code: prokaterga/zomai

English (LSJ)

A subdue first, τινα D.C.43.4.
2 prepare beforehand, Thphr. CP 3.20.8, al.; work up beforehand, τὸ ψυχικὸν πνεῦμα Gal.UP8.10; do or perform beforehand, χρήσιμον π. ἔργον D.S.30.8:—pf. Pass., Id.4.17; to be prepared, J.AJ19.1.14, Plu.Comp. Demetr.Ant.1: aor. προκατειργάσθην only in pass. sense, ταῖς -ασθείσαις πράξεσι already performed, D.S.1.53; -ασθεὶς τῇ μάχῃ worn out, exhausted, Paus.6.6.5; of food, digested, Gal.1.655.

German (Pape)

[Seite 729] dep. med., vorher verrichten, D. Cass. oft; προκατειργασμένα, pass., Plut. Demetr. et Ant. 1.

French (Bailly abrégé)

ao. προκατειργάσθην, pf. προκατείργασμαι;
être accompli auparavant.
Étymologie: πρό, κατεργάζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-κατεργάζομαι voorbereiden.

Russian (Dvoretsky)

προκατεργάζομαι: ранее совершать: πατρῷα καὶ προκατειργασμένα Plut. наследие, целиком полученное от отца, т. е. совершенно готовое.

Greek (Liddell-Scott)

προκατεργάζομαι: ἀποθ., κατεργάζομαι ἢ τελειώνω ἐκ τῶν προτέρων, Γαλην.· ― ὁ πρκμ. προκατείργασμαι εἶναι ἐνίοτε ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 1, 14· ἐνίοτε ἐπὶ παθητικῆς, Διόδ. 4. 17, Πλουτ. Δημητρ. καὶ Ἀντων. Σύγκρισις 1· ὁ ἀόρ. προκατειργάσθην μόνον ἐπὶ παθ. σημασίας, Διόδ. 1. 53, Παυσ. 6. 6, 5.

Greek Monolingual

Α κατεργάζομαι
1. ετοιμάζω εκ τών προτέρων, προπαρασκευάζω
2. επεξεργάζομαι, καλλιεργώ εκ τών προτέρων («τὸ ψυχικὸν πνεῦμα προκατεργάζεσθαι», Γαλ.)
3. πραγματοποιώ, εκτελώ κάτι εντελώς εκ τών προτέρων («χρήσιμον προκατεργάζεσθαι ἔργον», Διοδ.)
4. καταβάλλω προηγουμένως
5. υποτάσσω, υποδουλώνω προηγουμένως
6. (με παθ. σημ.) α) κατατρίβομαι, εξαντλούμαι προηγουμένως
β) (για τροφή) χωνεύομαι.