χειροπέδη: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
(Bailly1_5) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cheiropedi | |Transliteration C=cheiropedi | ||
|Beta Code=xeirope/dh | |Beta Code=xeirope/dh | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[handcuff]], IG22.1424a274, ''PCair.Zen.''782 (a).13 (iii B.C.), [[LXX]] ''Ps.''149(150).8, ''Si.''21.19, al., [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.13, Poll.2.152, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1346.png Seite 1346]] ἡ, Handfessel; D. Sic. 20, 13; Poll. 2, 152. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1346.png Seite 1346]] ἡ, Handfessel; D. Sic. 20, 13; Poll. 2, 152. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />[[menottes]].<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[πέδη]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χειροπέδη:''' ἡ [[ручные оковы]] Diod. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειροπέδη''': δεσμὸς τῶν χειρῶν, Διόδ. 20. 13, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΜΘ΄ , 8, Σειρὰχ ΚΑ΄, 19, κ. ἀλλ.), | |lstext='''χειροπέδη''': δεσμὸς τῶν χειρῶν, Διόδ. 20. 13, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΜΘ΄, 8, Σειρὰχ ΚΑ΄, 19, κ. ἀλλ.), Πολυδ. Β΄, 152, Εὐστ., κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=η, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. [[χειριπέδα]] Α<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι χειροπέδες</i> και <i>αἱ χειροπέδαι</i><br />[[συσκευή]] δέσμευσης τών χεριών χρησιμοποιούμενη στις συλλήψεις και αποτελούμενη από δύο περικάρπιους δακτυλίους, συνδεόμενους με μικρή [[αλυσίδα]] (α. «του πέρασαν [[αμέσως]] χειροπέδες» β. «τοῦ δῆσαι... τοὺς ἐνδόξους αὐτῶν ἐν χειροπέδαις σιδηραῖς», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» ([[πρβλ]]. [[τροχοπέδη]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:46, 27 March 2024
English (LSJ)
ἡ, handcuff, IG22.1424a274, PCair.Zen.782 (a).13 (iii B.C.), LXX Ps.149(150).8, Si.21.19, al., D.S.20.13, Poll.2.152, etc.
German (Pape)
[Seite 1346] ἡ, Handfessel; D. Sic. 20, 13; Poll. 2, 152.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
menottes.
Étymologie: χείρ, πέδη.
Russian (Dvoretsky)
χειροπέδη: ἡ ручные оковы Diod.
Greek (Liddell-Scott)
χειροπέδη: δεσμὸς τῶν χειρῶν, Διόδ. 20. 13, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΜΘ΄, 8, Σειρὰχ ΚΑ΄, 19, κ. ἀλλ.), Πολυδ. Β΄, 152, Εὐστ., κλπ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. χειριπέδα Α
συν. στον πληθ. οι χειροπέδες και αἱ χειροπέδαι
συσκευή δέσμευσης τών χεριών χρησιμοποιούμενη στις συλλήψεις και αποτελούμενη από δύο περικάρπιους δακτυλίους, συνδεόμενους με μικρή αλυσίδα (α. «του πέρασαν αμέσως χειροπέδες» β. «τοῦ δῆσαι... τοὺς ἐνδόξους αὐτῶν ἐν χειροπέδαις σιδηραῖς», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχοπέδη)].