Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φορτηγός: Difference between revisions

From LSJ

σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
(13)
 
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fortigos
|Transliteration C=fortigos
|Beta Code=forthgo/s
|Beta Code=forthgo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who carries cargoes, merchant</b>, <span class="bibl">Thgn.679</span>, <span class="bibl">Simon.178</span>: as Adj., ναυβάτης φ. <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span> 263</span>; ἄνδρες φ. <span class="bibl">Metag.4</span> (hex.); ἄκατοι Critias <span class="title">Fr.</span>2.12D.; νῆες <span class="bibl">Plb. 1.52.6</span>, <span class="bibl">5.68.4</span>, etc.; πλοῖα <span class="bibl">D.S.14.55</span>, <span class="bibl">20.85</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[one who carries cargoes]], [[merchant]], Thgn.679, Simon.178: as adjective, [[ναυβάτης]] φ. A.Fr. 263; ἄνδρες φ. Metag.4 (hex.); ἄκατοι Critias Fr.2.12D.; νῆες Plb. 1.52.6, 5.68.4, etc.; πλοῖα [[Diodorus Siculus|D.S.]]14.55, 20.85.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1301.png Seite 1301]] lasttragend, Lastträger, Theogn. 679; Lastschiffer, Handelsmann, B. A. 71; [[ναυβάτης]] Aesch. frg. 243; vom Schiffe, Poll. 1, 83.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui transporte des marchandises par mer : [[ναῦς]] <i>ou</i> [[πλοῖον]] vaisseau de transport, cargo.<br />'''Étymologie:''' [[φόρτος]], [[ἄγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φορτηγός:'''<br /><b class="num">1</b> [[перевозящий грузы]], [[грузовой]] ([[ναῦς]] Polyb., Plut.; [[πλοῖον]] Diod.);<br /><b class="num">2</b> [[занимающийся перевозкой грузов]] ([[ναυβάτης]] Aesch.).
}}
{{ls
|lstext='''φορτηγός''': -όν, ὁ μεταφέρων φορτία, [[ἔμπορος]], Θέογν. 679, Σιμωνίδ. (;) 181· [[ναυβάτης]] φ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 256· αὐλητρίδας, αἵ τε τάχιστα ἀνδρῶν φορτηγῶν ὑπὸ [[γούνατα]] μισθοῦ ἔλυσαν Μεταγένης ἐν «Αὔραις» 1· φ. [[ναῦς]] (ἴδε φορτηγικὸς) Πολύβ. 1. 52, 6., 5. 68, 4, κλπ.,· [[πλοῖον]] Διόδ. 14. 55., 20. 85. ― Ἰδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 149.
}}
{{grml
|mltxt=-ό / [[φορτηγός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που μεταφέρει φορτία, εμπορεύματα (α. «φορτηγό [[πλοίο]]» β. «φορτηγὸς ναῦς», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το φορτηγό</i><br />[[αυτοκίνητο]] [[τροχοφόρο]] όχημα [[μεγάλης]] μεταφορικής ικανότητας προοριζόμενο για τη [[μεταφορά]] βαρέων φορτίων<br />(αρχ) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που μεταφέρει εμπορεύματα, [[έμπορος]] («[[ναυβάτης]] [[φορτηγός]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φόρτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>στρατ</i>-<i>ηγός</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φορτηγός:''' ὁ ([[ἄγω]]), αυτός που μεταφέρει φορτία, [[μεταφορέας]], [[έμπορος]], σε Θέογν., Πολύβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φορτ-ηγός, οῦ, ὁ, [ἄγω]<br />one who carries burdens, a carrier, trafficker, [[merchant]], Theogn., Polyb.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[φόρτος]] + [[ἄγω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στό [[ρῆμα]] [[φέρω]].
}}
}}

Latest revision as of 07:47, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορτηγός Medium diacritics: φορτηγός Low diacritics: φορτηγός Capitals: ΦΟΡΤΗΓΟΣ
Transliteration A: phortēgós Transliteration B: phortēgos Transliteration C: fortigos Beta Code: forthgo/s

English (LSJ)

ὁ, one who carries cargoes, merchant, Thgn.679, Simon.178: as adjective, ναυβάτης φ. A.Fr. 263; ἄνδρες φ. Metag.4 (hex.); ἄκατοι Critias Fr.2.12D.; νῆες Plb. 1.52.6, 5.68.4, etc.; πλοῖα D.S.14.55, 20.85.

German (Pape)

[Seite 1301] lasttragend, Lastträger, Theogn. 679; Lastschiffer, Handelsmann, B. A. 71; ναυβάτης Aesch. frg. 243; vom Schiffe, Poll. 1, 83.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui transporte des marchandises par mer : ναῦς ou πλοῖον vaisseau de transport, cargo.
Étymologie: φόρτος, ἄγω.

Russian (Dvoretsky)

φορτηγός:
1 перевозящий грузы, грузовой (ναῦς Polyb., Plut.; πλοῖον Diod.);
2 занимающийся перевозкой грузов (ναυβάτης Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

φορτηγός: -όν, ὁ μεταφέρων φορτία, ἔμπορος, Θέογν. 679, Σιμωνίδ. (;) 181· ναυβάτης φ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 256· αὐλητρίδας, αἵ τε τάχιστα ἀνδρῶν φορτηγῶν ὑπὸ γούνατα μισθοῦ ἔλυσαν Μεταγένης ἐν «Αὔραις» 1· φ. ναῦς (ἴδε φορτηγικὸς) Πολύβ. 1. 52, 6., 5. 68, 4, κλπ.,· πλοῖον Διόδ. 14. 55., 20. 85. ― Ἰδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 149.

Greek Monolingual

-ό / φορτηγός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που μεταφέρει φορτία, εμπορεύματα (α. «φορτηγό πλοίο» β. «φορτηγὸς ναῦς», Πολυδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το φορτηγό
αυτοκίνητο τροχοφόρο όχημα μεγάλης μεταφορικής ικανότητας προοριζόμενο για τη μεταφορά βαρέων φορτίων
(αρχ) (για πρόσ.) αυτός που μεταφέρει εμπορεύματα, έμποροςναυβάτης φορτηγός», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. στρατ-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

φορτηγός: ὁ (ἄγω), αυτός που μεταφέρει φορτία, μεταφορέας, έμπορος, σε Θέογν., Πολύβ.

Middle Liddell

φορτ-ηγός, οῦ, ὁ, [ἄγω]
one who carries burdens, a carrier, trafficker, merchant, Theogn., Polyb.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό φόρτος + ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα φέρω.