τυραννοκτόνος: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tyrannoktonos | |Transliteration C=tyrannoktonos | ||
|Beta Code=turanno/ktonos | |Beta Code=turanno/ktonos | ||
|Definition=(parox.), ὁ, ἡ, | |Definition=(parox.), ὁ, ἡ, [[tyrannicide]], [[slayer of a tyrant]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]16.14, Plu.2.256f, Luc. ''Tyr.''1, Lib.''Decl.''43.32:—as Adj., [[τυραννοκτόνο πάθος]], [[τιμαὶ τυραννοκτόνοι]], [[of slaying a tyrant]], Phalar.''Ep.''70.1. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ου (ὁ) :<br />[[meurtrier d'un tyran]].<br />'''Étymologie:''' [[τύραννος]], [[κτείνω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τυραννοκτόνος -ου, ὁ [[τύραννος]], [[κτείνω]] [[tirannendoder]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>den [[Tyrannen]] [[mordend]], [[Tyrannenmörder]]</i>, Luc. <i>salt</i>. 65, <i>Tyrannic</i>. 1 und andere Spätere | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''τῠραννοκτόνος:''' ὁ [[тиранноубийца]] Plut., Luc. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τυραννοκτόνο (α. «και τυραννοκτόνον [[ξίφος]] κρύπτοντας υπό μυρσίνας», Σούτσ. Α.<br />β. «τυραννοκτόνον [[πάθος]]», Φάλ.)<br /><b>2.</b> φονέας τυράννου<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οι τυραννοκτόνοι</i><br />οι Αθηναίοι Αρμόδιος και Αριστογείτων, οι οποίοι φόνευσαν τον τύραννο Ίππαρχο και τους οποίους τιμούσαν ως ήρωες στην αρχαία Αθήνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύραννος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), | |mltxt=ο, η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τυραννοκτόνο (α. «και τυραννοκτόνον [[ξίφος]] κρύπτοντας υπό μυρσίνας», Σούτσ. Α.<br />β. «τυραννοκτόνον [[πάθος]]», Φάλ.)<br /><b>2.</b> φονέας τυράννου<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οι τυραννοκτόνοι</i><br />οι Αθηναίοι Αρμόδιος και Αριστογείτων, οι οποίοι φόνευσαν τον τύραννο Ίππαρχο και τους οποίους τιμούσαν ως ήρωες στην αρχαία Αθήνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύραννος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), [[πρβλ]]. [[μητροκτόνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τῠραννοκτόνος:''' ὁ, ἡ ([[κτείνω]]), [[φονιάς]] τυράννου, σε Λουκ. | |lsmtext='''τῠραννοκτόνος:''' ὁ, ἡ ([[κτείνω]]), [[φονιάς]] τυράννου, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''τῠραννοκτόνος''': ὁ, ἡ, ὁ φονεύων τύραννον, Λουκ. Τυραννοκτόνος 1, Λιβάν.· - ὡς ἐπίθετ., [[πάθος]], τιμαὶ τ., ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τυραννοκτόνον, Φαλάρ. Ἐπιστ. 106. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τῠραννο-[[κτόνος]], ὁ, ἡ, [[κτείνω]]<br />[[slayer]] of a [[tyrant]], Luc. | |mdlsjtxt=τῠραννο-[[κτόνος]], ὁ, ἡ, [[κτείνω]]<br />[[slayer]] of a [[tyrant]], Luc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:55, 27 March 2024
English (LSJ)
(parox.), ὁ, ἡ, tyrannicide, slayer of a tyrant, D.S.16.14, Plu.2.256f, Luc. Tyr.1, Lib.Decl.43.32:—as Adj., τυραννοκτόνο πάθος, τιμαὶ τυραννοκτόνοι, of slaying a tyrant, Phalar.Ep.70.1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
meurtrier d'un tyran.
Étymologie: τύραννος, κτείνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυραννοκτόνος -ου, ὁ τύραννος, κτείνω tirannendoder.
German (Pape)
den Tyrannen mordend, Tyrannenmörder, Luc. salt. 65, Tyrannic. 1 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
τῠραννοκτόνος: ὁ тиранноубийца Plut., Luc.
Greek Monolingual
ο, η, ΝΜΑ
1. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τυραννοκτόνο (α. «και τυραννοκτόνον ξίφος κρύπτοντας υπό μυρσίνας», Σούτσ. Α.
β. «τυραννοκτόνον πάθος», Φάλ.)
2. φονέας τυράννου
3. (το αρσ. στον πληθ.) οι τυραννοκτόνοι
οι Αθηναίοι Αρμόδιος και Αριστογείτων, οι οποίοι φόνευσαν τον τύραννο Ίππαρχο και τους οποίους τιμούσαν ως ήρωες στην αρχαία Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + -κτόνος (< κτόνος < κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητροκτόνος.
Greek Monotonic
τῠραννοκτόνος: ὁ, ἡ (κτείνω), φονιάς τυράννου, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
τῠραννοκτόνος: ὁ, ἡ, ὁ φονεύων τύραννον, Λουκ. Τυραννοκτόνος 1, Λιβάν.· - ὡς ἐπίθετ., πάθος, τιμαὶ τ., ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τυραννοκτόνον, Φαλάρ. Ἐπιστ. 106.