ἐνάμιλλος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enamillos
|Transliteration C=enamillos
|Beta Code=e)na/millos
|Beta Code=e)na/millos
|Definition=[ᾰ], ον, (ἅμιλλα) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">engaged in equal contest with, a match for</b>, τὴν φύσιν ἐ. τοῖς ἡλικιώταις <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>316b</span>, cf.<span class="bibl">Isoc.5.68</span>; ἐ. τινὶ πρός τι <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>433d</span>, <span class="bibl"><span class="title">Criti.</span>110e</span>, cf.<span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1283a5</span>; τοῖς πολίταις ἐ. παρασκευάζων ἑαυτόν <span class="title">IG</span>22.835.12, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Comp.Ag.Gracch.</span>3</span>; <b class="b3">τὰ λοίπ' ἐ. τούτοις</b> [[on a par with]], <span class="bibl">D.25.54</span>; τοῖς κρατίστοις ἐ. τὸν κυνισμὸν εἶναι <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>6.182c</span>. Adv. <b class="b3">-λως, τινί</b> [[equally with]], <span class="bibl">Isoc.12.7</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], ον, ([[ἅμιλλα]]) [[engaged in equal contest with]], [[a match for]], τὴν φύσιν ἐ. τοῖς ἡλικιώταις [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 316b, cf.Isoc.5.68; ἐ. τινὶ πρός τι [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 433d, ''Criti.''110e, cf.Arist.''Pol.''1283a5; τοῖς πολίταις ἐ. παρασκευάζων ἑαυτόν ''IG''22.835.12, cf. Plu.''Comp.Ag.Gracch.''3; <b class="b3">τὰ λοίπ' ἐ. τούτοις</b> [[on a par with]], D.25.54; τοῖς κρατίστοις ἐ. τὸν κυνισμὸν εἶναι Jul.''Or.''6.182c. Adv. [[ἐναμίλλως]], τινί [[equally with]], Isoc.12.7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que rivaliza o compite con]], [[comparable a]]<br /><b class="num">a)</b> c. dat. directivo o πρός c. ac. ἵν' ... καὶ σὺ ταύταις ἐ. γένῃ Crates Theb.<i>Ep</i>.9, τοῖς πολίταις ἐνάμιλλο[ν παρασκευάζω] ν ἑαυτόν <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.835.12, Ἡρακλεῖ καὶ Διονύσῳ ἐνάμιλλον τιθέασί με Luc.<i>DMort</i>.12.6, cf. Plu.<i>Comp.TG CG</i> 3, ἐνάμιλλον τὴν σαυτοῦ δόξαν καταστήσεις τοῖς πρωτεύσασιν Isoc.5.68, cf. D.25.54, τὸν κυνισμὸν εἶδός τι φιλοσοφίας εἶναι ... τοῖς κρατίστοις ἐνάμιλλον Iul.<i>Or</i>.9.182c, πέρναι διάφοροι ... ταῖς Κιβυρικαῖς ἐνάμιλλοι Str.3.4.11, καὶ ὅλως ἂν τὸ μέγεθος ἐνάμιλλον εἴη καὶ πρὸς πλοῦτον καὶ πρὸς ἐλευθερίαν y la talla en general podría entrar en competencia con la riqueza y la libertad</i> Arist.<i>Pol</i>.1283<sup>a</sup>5, cf. Pl.<i>Criti</i>.110e;<br /><b class="num">b)</b> c. dat. directivo y ac. de rel., dat. limit. o πρός c. ac. [[comparable en]], [[que rivaliza en]] αὐτὸς ... τὴν φύσιν δοκεῖ ἐ. εἶναι τοῖς ἡλικιώταις Pl.<i>Prt</i>.316b, ἄνδρα ... εὐταξίᾳ δὲ καὶ πρᾳότητι τοῖς πρώτοις ἐνάμιλλον Plu.<i>Brut</i>.2, cf. [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.32, τοῦτο μὲν τόλμῃ, τοῦτο δὲ τύχῃ ταῖς ἀρίσταις (πράξεσιν) ἐνάμιλλον esto (fue) en audacia y suerte comparable a las mejores (acciones)</i> Plu.<i>Arat</i>.24, (δύναμιν) ἐνάμιλλον ... πρὸς ἀρετὴν πόλεως τῇ τε σοφίᾳ αὐτῆς Pl.<i>R</i>.433d;<br /><b class="num">c)</b> sólo c. dat. limit. τὴν παράλιον ἐνάμιλλον εὕροι τις ἂν τοῖς ἐκ θαλάττης ἀγαθοῖς uno encontraría que la zona costera rivaliza en los bienes sacados del mar (con la zona interior)</i>, Str.3.2.7.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[rivalizando con]], [[en igualdad con]] c. dat. ἐναμίλλως τοῖς ... περὶ ἑκάτερον τούτων εὐτυχηκόσιν Isoc.12.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui le dispute à, égal <i>ou</i> comparable à : τινί [[τι]] <i>ou</i> τινι [[εἴς]] [[τι]], τινί τινος à qqn pour qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἅμιλλα]].
|btext=ος, ον :<br />qui le dispute à, égal <i>ou</i> comparable à : τινί τι <i>ou</i> τινι [[εἴς]] τι, τινί τινος à qqn pour qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἅμιλλα]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que rivaliza o compite con]], [[comparable a]]<br /><b class="num">a)</b> c. dat. directivo o πρός c. ac. ἵν' ... καὶ σὺ ταύταις ἐ. γένῃ Crates Theb.<i>Ep</i>.9, τοῖς πολίταις ἐνάμιλλο[ν παρασκευάζω] ν ἑαυτόν <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.835.12, Ἡρακλεῖ καὶ Διονύσῳ ἐνάμιλλον τιθέασί με Luc.<i>DMort</i>.12.6, cf. Plu.<i>Comp.TG CG</i> 3, ἐνάμιλλον τὴν σαυτοῦ δόξαν καταστήσεις τοῖς πρωτεύσασιν Isoc.5.68, cf. D.25.54, τὸν κυνισμὸν εἶδός τι φιλοσοφίας εἶναι ... τοῖς κρατίστοις ἐνάμιλλον Iul.<i>Or</i>.9.182c, πέρναι διάφοροι ... ταῖς Κιβυρικαῖς ἐνάμιλλοι Str.3.4.11, καὶ ὅλως ἂν τὸ μέγεθος ἐνάμιλλον εἴη καὶ πρὸς πλοῦτον καὶ πρὸς ἐλευθερίαν y la talla en general podría entrar en competencia con la riqueza y la libertad</i> Arist.<i>Pol</i>.1283<sup>a</sup>5, cf. Pl.<i>Criti</i>.110e;<br /><b class="num">b)</b> c. dat. directivo y ac. de rel., dat. limit. o πρός c. ac. [[comparable en]], [[que rivaliza en]] αὐτὸς ... τὴν φύσιν δοκεῖ ἐ. εἶναι τοῖς ἡλικιώταις Pl.<i>Prt</i>.316b, ἄνδρα ... εὐταξίᾳ δὲ καὶ πρᾳότητι τοῖς πρώτοις ἐνάμιλλον Plu.<i>Brut</i>.2, cf. D.S.5.32, τοῦτο μὲν τόλμῃ, τοῦτο δὲ τύχῃ ταῖς ἀρίσταις (πράξεσιν) ἐνάμιλλον esto (fue) en audacia y suerte comparable a las mejores (acciones)</i> Plu.<i>Arat</i>.24, (δύναμιν) ἐνάμιλλον ... πρὸς ἀρετὴν πόλεως τῇ τε σοφίᾳ αὐτῆς Pl.<i>R</i>.433d;<br /><b class="num">c)</b> sólo c. dat. limit. τὴν παράλιον ἐνάμιλλον εὕροι τις ἂν τοῖς ἐκ θαλάττης ἀγαθοῖς uno encontraría que la zona costera rivaliza en los bienes sacados del mar (con la zona interior)</i>, Str.3.2.7.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[rivalizando con]], [[en igualdad con]] c. dat. ἐναμίλλως τοῖς ... περὶ ἑκάτερον τούτων εὐτυχηκόσιν Isoc.12.7.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐν-ά˘μιλλος, ον <i>adj</i> [[ἅμιλλα]]<br />[[engaged]] in [[equal]] [[contest]] with, a [[match]] for, τινι Plat.
|mdlsjtxt=ἐν-ᾰ́μιλλος, ον <i>adj</i> [[ἅμιλλα]]<br />[[engaged]] in [[equal]] [[contest]] with, a [[match]] for, τινι Plat.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[a match for]], [[able to cope with]]
}}
}}

Latest revision as of 07:56, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνᾰμιλλος Medium diacritics: ἐνάμιλλος Low diacritics: ενάμιλλος Capitals: ΕΝΑΜΙΛΛΟΣ
Transliteration A: enámillos Transliteration B: enamillos Transliteration C: enamillos Beta Code: e)na/millos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (ἅμιλλα) engaged in equal contest with, a match for, τὴν φύσιν ἐ. τοῖς ἡλικιώταις Pl.Prt. 316b, cf.Isoc.5.68; ἐ. τινὶ πρός τι Pl.R. 433d, Criti.110e, cf.Arist.Pol.1283a5; τοῖς πολίταις ἐ. παρασκευάζων ἑαυτόν IG22.835.12, cf. Plu.Comp.Ag.Gracch.3; τὰ λοίπ' ἐ. τούτοις on a par with, D.25.54; τοῖς κρατίστοις ἐ. τὸν κυνισμὸν εἶναι Jul.Or.6.182c. Adv. ἐναμίλλως, τινί equally with, Isoc.12.7.

Spanish (DGE)

-ον
1 que rivaliza o compite con, comparable a
a) c. dat. directivo o πρός c. ac. ἵν' ... καὶ σὺ ταύταις ἐ. γένῃ Crates Theb.Ep.9, τοῖς πολίταις ἐνάμιλλο[ν παρασκευάζω] ν ἑαυτόν IG 22.835.12, Ἡρακλεῖ καὶ Διονύσῳ ἐνάμιλλον τιθέασί με Luc.DMort.12.6, cf. Plu.Comp.TG CG 3, ἐνάμιλλον τὴν σαυτοῦ δόξαν καταστήσεις τοῖς πρωτεύσασιν Isoc.5.68, cf. D.25.54, τὸν κυνισμὸν εἶδός τι φιλοσοφίας εἶναι ... τοῖς κρατίστοις ἐνάμιλλον Iul.Or.9.182c, πέρναι διάφοροι ... ταῖς Κιβυρικαῖς ἐνάμιλλοι Str.3.4.11, καὶ ὅλως ἂν τὸ μέγεθος ἐνάμιλλον εἴη καὶ πρὸς πλοῦτον καὶ πρὸς ἐλευθερίαν y la talla en general podría entrar en competencia con la riqueza y la libertad Arist.Pol.1283a5, cf. Pl.Criti.110e;
b) c. dat. directivo y ac. de rel., dat. limit. o πρός c. ac. comparable en, que rivaliza en αὐτὸς ... τὴν φύσιν δοκεῖ ἐ. εἶναι τοῖς ἡλικιώταις Pl.Prt.316b, ἄνδρα ... εὐταξίᾳ δὲ καὶ πρᾳότητι τοῖς πρώτοις ἐνάμιλλον Plu.Brut.2, cf. D.S.5.32, τοῦτο μὲν τόλμῃ, τοῦτο δὲ τύχῃ ταῖς ἀρίσταις (πράξεσιν) ἐνάμιλλον esto (fue) en audacia y suerte comparable a las mejores (acciones) Plu.Arat.24, (δύναμιν) ἐνάμιλλον ... πρὸς ἀρετὴν πόλεως τῇ τε σοφίᾳ αὐτῆς Pl.R.433d;
c) sólo c. dat. limit. τὴν παράλιον ἐνάμιλλον εὕροι τις ἂν τοῖς ἐκ θαλάττης ἀγαθοῖς uno encontraría que la zona costera rivaliza en los bienes sacados del mar (con la zona interior), Str.3.2.7.
2 adv. -ως rivalizando con, en igualdad con c. dat. ἐναμίλλως τοῖς ... περὶ ἑκάτερον τούτων εὐτυχηκόσιν Isoc.12.7.

German (Pape)

[Seite 826] wetteifernd, im Wettkampf Einem gewachsen, gleich; τοῖς ἡλικιώταις Plat. Prot. 316 c; Isocr. 5, 68 u. öfter; Dem. 25, 54; dem συμβλητόν entsprechend, Arist. polit. 3, 8; πρός τι, Plat. Critia. 110 e u. Sp.; τινός, Plut. Ag. et Graech. 3. – Adv. ἐναμίλλως, τινί, Isocr. 12, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui le dispute à, égal ou comparable à : τινί τι ou τινι εἴς τι, τινί τινος à qqn pour qch.
Étymologie: ἐν, ἅμιλλα.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐνάμιλλος, -ον)
αυτός που μπορεί να διαγωνίζεται με άλλους, εφάμιλλος, ισάξιος, ίσος, ισόπαλος.
επίρρ...
εναμίλλως
εφάμιλλα, ισάξια, όμοια.

Greek Monotonic

ἐνάμιλλος: [ᾰ], -ον (ἅμιλλα), αυτός που μπορεί να αγωνισθεί ή να συγκριθεί με κάποιον, ισοδύναμος, ισάξιος, τινι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνάμιλλος: (ᾰ) досл. вступающий или вступивший в соревнование, перен. успешно соперничающий, не уступающий (τινί τι Plat., Isocr., τινι εἴς τι Plat. и τινι πρός τι Plat., Arst.): δεινῶν ὄντων, ὧν ἠκούσατε, τὰ λοιπὰ ἐνάμιλλα τούτοις Dem. если то, что вы услышали, ужасно, то (и) остальное этому подстать.

Middle Liddell

ἐν-ᾰ́μιλλος, ον adj ἅμιλλα
engaged in equal contest with, a match for, τινι Plat.

English (Woodhouse)

a match for, able to cope with

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)