ἐναρμόνιος: Difference between revisions
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>mús. [[armónico]] ἡ ἔνρυθμός τε καὶ ἐ. [[αἴσθησις]] el sentido del ritmo y de la armonía</i> Pl.<i>Lg</i>.654a, de las esferas φορά Pl.<i>R</i>.530d, ἐ. ἡ φωνὴ φερομένων κύκλων τῶν ἄστρων Arist.<i>Cael</i>.290<sup>b</sup>22, cf. Ph.2.226, Orph.<i>H</i>.8.9, κίνησις Ach.Tat.<i>Intr.Arat</i>.16.5, Iul.<i>Gal</i>.11.69c, ἐναρμόνιον μελῳδεῖν Luc.<i>DDeor</i>.11.4, (νέκταρ) ref. a la música <i>AP</i> 7.29 (Antip.Sid.), cf. Phld.<i>Mus</i>.4.2.15, Porph.<i>Sent</i>.18.<br /><b class="num">2</b> esp. de uno de los tres géneros del sistema musical [[enarmónico]] μέλη Arist.<i>Pr</i>.918<sup>b</sup>22, cf. Ph.1.652, Basil.M.29.212B, συστήματα Aristox.<i>Harm</i>.6.10, [[δίεσις]] Aristox.<i>Harm</i>.58.5, ἡ ἐ. τῆς τέχνης μελῳδία D.S.3.69, ἡ ... φύσις ... τείνασα τὰ ἐναρμόνια καὶ χρωματικὰ καὶ διατονικὰ [[γένη]] Ph.1.245, cf. Aristox.<i>Harm.Ox</i>.1, Anon.Bellerm.25.<br /><b class="num">3</b> aplicado a la lengua y en ret. [[armonioso]] περίοδος D.H.<i>Dem</i>.24.7, ὄνομα ἢ ῥῆμα D.H.<i>Comp</i>.6.8, ἀριθμοὶ καὶ λόγοι Plu.2.1024e, 1032c, cf. Eun.<i>VS</i> 502, μῖξις del diálogo y la comedia, Luc.<i>Prom.Es</i>.5, τάσις Clem.Al.<i>Paed</i>.2.4.41<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ [[ἐναρμόνιον]] = la [[armonía]] entre las palabras, Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.652.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἐναρμονίως]] = [[armoniosamente]] Ph.1.107, Corn.<i>ND</i> 32, Plot.4.3.12, Eustr.<i>in EN</i> 9.2, Eust.1422.19, ref. a la [[creación]], Hippol.<i>Haer</i>.4.11.1. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>mús. [[armónico]] ἡ ἔνρυθμός τε καὶ ἐ. [[αἴσθησις]] el sentido del ritmo y de la armonía</i> Pl.<i>Lg</i>.654a, de las esferas φορά Pl.<i>R</i>.530d, ἐ. ἡ φωνὴ φερομένων κύκλων τῶν ἄστρων Arist.<i>Cael</i>.290<sup>b</sup>22, cf. Ph.2.226, Orph.<i>H</i>.8.9, κίνησις Ach.Tat.<i>Intr.Arat</i>.16.5, Iul.<i>Gal</i>.11.69c, ἐναρμόνιον μελῳδεῖν Luc.<i>DDeor</i>.11.4, (νέκταρ) ref. a la música <i>AP</i> 7.29 (Antip.Sid.), cf. Phld.<i>Mus</i>.4.2.15, Porph.<i>Sent</i>.18.<br /><b class="num">2</b> esp. de uno de los tres géneros del sistema musical [[enarmónico]] μέλη Arist.<i>Pr</i>.918<sup>b</sup>22, cf. Ph.1.652, Basil.M.29.212B, συστήματα Aristox.<i>Harm</i>.6.10, [[δίεσις]] Aristox.<i>Harm</i>.58.5, ἡ ἐ. τῆς τέχνης μελῳδία [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.69, ἡ ... φύσις ... τείνασα τὰ ἐναρμόνια καὶ χρωματικὰ καὶ διατονικὰ [[γένη]] Ph.1.245, cf. Aristox.<i>Harm.Ox</i>.1, Anon.Bellerm.25.<br /><b class="num">3</b> aplicado a la lengua y en ret. [[armonioso]] περίοδος D.H.<i>Dem</i>.24.7, ὄνομα ἢ ῥῆμα D.H.<i>Comp</i>.6.8, ἀριθμοὶ καὶ λόγοι Plu.2.1024e, 1032c, cf. Eun.<i>VS</i> 502, μῖξις del diálogo y la comedia, Luc.<i>Prom.Es</i>.5, τάσις Clem.Al.<i>Paed</i>.2.4.41<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ [[ἐναρμόνιον]] = la [[armonía]] entre las palabras, Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.652.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἐναρμονίως]] = [[armoniosamente]] Ph.1.107, Corn.<i>ND</i> 32, Plot.4.3.12, Eustr.<i>in EN</i> 9.2, Eust.1422.19, ref. a la [[creación]], Hippol.<i>Haer</i>.4.11.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:59, 27 March 2024
English (LSJ)
ἐναρμόνιον,
A of musical sound, musical, ἔνρυθμος καὶ ἐ. αἴσθησις Pl.Lg.654a; ἐ. ἡ φωνὴ φερομένων κύκλῳ τῶν ἄστρων Arist.Cael.290b22; ἐναρμόνιον μελῳδεῖν Luc.DDeor.7.4; νέκταρ, of music, AP7.29 (Antip. Sid.): metaph., in harmony with, ταῖς τῶν βίων ὑποθέσεσι Ti.Locr.103c. Adv. ἐναρμονίως = harmoniously Ph.1.107, Corn.ND32, Eustr. inEN9.2, Eust.1422.19.
2 in Lit. Crit., harmonious, περίοδος D.H.Dem.24; μεταβολαὶ ἐ. changes of harmony, Id.Comp.19, cf. ib.6 (Comp.).
II in Music, enharmonic, συστήματα Aristox.Harm.p.17M.; δίεσις ib.p.47 M.; ἐ. μέλη Arist.Pr.918b22 (s. v.l.), cf. POxy.667.1, etc.
Spanish (DGE)
-ον
I 1mús. armónico ἡ ἔνρυθμός τε καὶ ἐ. αἴσθησις el sentido del ritmo y de la armonía Pl.Lg.654a, de las esferas φορά Pl.R.530d, ἐ. ἡ φωνὴ φερομένων κύκλων τῶν ἄστρων Arist.Cael.290b22, cf. Ph.2.226, Orph.H.8.9, κίνησις Ach.Tat.Intr.Arat.16.5, Iul.Gal.11.69c, ἐναρμόνιον μελῳδεῖν Luc.DDeor.11.4, (νέκταρ) ref. a la música AP 7.29 (Antip.Sid.), cf. Phld.Mus.4.2.15, Porph.Sent.18.
2 esp. de uno de los tres géneros del sistema musical enarmónico μέλη Arist.Pr.918b22, cf. Ph.1.652, Basil.M.29.212B, συστήματα Aristox.Harm.6.10, δίεσις Aristox.Harm.58.5, ἡ ἐ. τῆς τέχνης μελῳδία D.S.3.69, ἡ ... φύσις ... τείνασα τὰ ἐναρμόνια καὶ χρωματικὰ καὶ διατονικὰ γένη Ph.1.245, cf. Aristox.Harm.Ox.1, Anon.Bellerm.25.
3 aplicado a la lengua y en ret. armonioso περίοδος D.H.Dem.24.7, ὄνομα ἢ ῥῆμα D.H.Comp.6.8, ἀριθμοὶ καὶ λόγοι Plu.2.1024e, 1032c, cf. Eun.VS 502, μῖξις del diálogo y la comedia, Luc.Prom.Es.5, τάσις Clem.Al.Paed.2.4.41
•subst. τὸ ἐναρμόνιον = la armonía entre las palabras, Gr.Nyss.Eun.1.652.
II adv. ἐναρμονίως = armoniosamente Ph.1.107, Corn.ND 32, Plot.4.3.12, Eustr.in EN 9.2, Eust.1422.19, ref. a la creación, Hippol.Haer.4.11.1.
German (Pape)
[Seite 830] übereinstimmend, schicklich; καὶ ἔνρυθμος αἴσθησις Plat. Legg. II, 654 a; τινί, Tim. Locr. 103 c u. Folgde. Bes. in der alten Musik, γένος ἐν. od. τὸ ἐναρμόνιον, von διάτονον u. χρωματικόν durch die Reihenfolge der Intervalle verschieden, Plut. Symp. 9, 14, 3, Music.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
harmonieux, en accord parfait ; abs. τὸ ἐναρμόνιον PLUT gamme d'accord parfait.
Étymologie: ἐν, ἁρμονία.
Russian (Dvoretsky)
ἐναρμόνιος:
1 созвучный, стройный, гармоничный (αἴσθησις Plat.; φωνὴ τῶν φερομένων ἄστρων Arst.);
2 муз. энгармонический (μέλη Arst.; γένος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναρμόνιος: -ον, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ, τὴν ἔνρυθμόν τε καὶ ἐναρμόνιον αἴσθησιν μεθ’ ἡδονῆς, τὴν μεθ’ ἡδονῆς αἴσθηση τοῦ ῥυθμοῦ καὶ τῆς ἁρμονίας, Πλάτ. Νόμ. 654Α, κτλ.· τινι Τίμ Λοκρ. 103C· ἐναρμόνιον μελῳδεῖν Λουκ. Θ. Διάλ. 7. 4 ΙΙ. ἐν τῇ ἑλληνικῇ μουσικῇ γένος (ἢ μέλος) ἐναρμόνιον ἢ ἐναρμονικὸν ἢ ἐναρμόνιον, τό, ὡς οὐσιαστ., ἡ ἐναρμόνιος κλῖμαξ ἁπλουστέρα τῆς χρωματικῆς καὶ αὐτῆς ἔτι τῆς διατονικῆς, Πλούτ. 2. 711C, 744C, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Σύνθ. 6· ἐναρμόνια μέλη ἐνῇδον Ἀριστ. Προβλ. 19. 15· ἴδε Chappell Ἱστορ. τῆς Ἑλλ. Μουσ. σ. ΧΧ.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐναρμόνιος, -ον)
αρμονικός, μουσικός, μελωδικός
νεοελλ.
μουσ. «εναρμόνιοι φθόγγοι» — οι φθόγγοι που συμπίπτουν ακουστικά, δηλ. παράγουν τον ίδιο ήχο, αλλά έχουν διαφορετική ονομασία, π.χ. do δίεση και re ύφεση
αρχ.
1. αυτός που συμφωνεί, προσαρμόζεται σε κάτι
2. (αρχ. μουσ.) «ἐναρμόνιον γένος» — μουσικό γένος που διακρινόταν από το διατονικό και το χρωματικό
3. αυτός που ανήκει στο εναρμόνιο γένος.
επίρρ...
εναρμονίως
1. με τρόπο αρμονικό, μουσικά, μελωδικά
2. ενάρμοστα, συμμετρικά.
Greek Monotonic
ἐναρμόνιος: -ον (ἁρμονία), σύμφωνος, αρμονικός, ταιριαστός, σε Λουκ.