ὑμός: Difference between revisions
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ymos | |Transliteration C=ymos | ||
|Beta Code=u(mo/s | |Beta Code=u(mo/s | ||
|Definition=[ῡ], ά and ή, όν, Dor. and Ep. for [[ὑμέτερος]], < | |Definition=[ῡ], ά and ή, όν, Dor. and Ep. for [[ὑμέτερος]],<br><span class="bld">A</span> [[your]], Il.5.489, 13.815, Od.1.375, 2.140, Hes.''Th.''662, ''SIG''685.127 (Crete, ii B. C.).<br><span class="bld">II</span> also for [[σός]], Pi.''P.''7.15, 8.66, Orac. ap. [[Diodorus Siculus|D.S.]]8.29. Cf. [[ἁμός]] (A). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 08:04, 27 March 2024
English (LSJ)
[ῡ], ά and ή, όν, Dor. and Ep. for ὑμέτερος,
A your, Il.5.489, 13.815, Od.1.375, 2.140, Hes.Th.662, SIG685.127 (Crete, ii B. C.).
II also for σός, Pi.P.7.15, 8.66, Orac. ap. D.S.8.29. Cf. ἁμός (A).
German (Pape)
[Seite 1179] dor. u. ep. = ὑμέτερος, euer; Hom.; Pind. P. 7, 17. 8, 66. – Vgl. ἁμός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dor. et épq. c. ὑμέτερος.
Russian (Dvoretsky)
ὑμός: (ῡ) эп.-дор.
1 Hom., Hes., Pind. = ὑμέτερος;
2 Pind. = σός.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμός: [ῡ], ά, καὶ ή, όν, Δώρ. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ ὑμέτερος, Ἰλ. Ε. 489, Ν. 815, Ὀδ. Α. 375, Β. 140, Ἡσ. Θεογ. 662. ΙΙ. Παρὰ Πινδ. ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ σός, ΙΙ. 7. 15., 8. 95. - Πρβλ. ἀμός.
English (Slater)
ῡμός = ὑμέτερος σὺν ἑορται-ς ὑμαῖς (for Apollo and Artemis) (P. 8.66) ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων (i. e. of your family and forebears) (P. 7.17)
Greek Monolingual
-ή, -όν, και αιολ. τ. ὔμμος, -α, -ον, Α
1. υμέτερος, δικός σας
2. δικός σου («ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑμ(ε)- του ὑμεῖς (πρβλ. ἡμός / ἐμός)].
Greek Monotonic
ὑμός: [ῡ], -ά και -ή, -όν, Δωρ. και Επικ. αντί ὑμέτερος,
I. δικός σας, σε Όμηρ., Ησίοδ.
II. σε Πίνδ. επίσης αντί του σός.
Middle Liddell
[doric and epic for ὑμέτερος
I. your, Hom., Hes.
II. in Pind. also for σός.