Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑποστάθμη: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(44)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypostathmi
|Transliteration C=ypostathmi
|Beta Code=u(posta/qmh
|Beta Code=u(posta/qmh
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">foundation</b>, <span class="bibl">D.S.3.44</span> (pl.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[ὐπόστασις]] <span class="bibl">B. 1.1</span>, <b class="b2">sediment</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>109c</span>, <span class="bibl">Protagorid.4</span>, Dsc.5.103, Plu.2.130b, etc.; <b class="b3">ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ</b>, as a translation of Cicero's <b class="b2">in faece Romuli</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Phoc.</span>3</span>, cf. <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>2.1.8</span>; <b class="b3">ὑ. τροφῆς</b>, almost = [[περίττωμα]], <span class="bibl">Hp. <span class="title">Vict.</span>2.45</span>; of matter, ἡ πάντων ὑ. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>36</span>, cf. Zeno Stoic.1.29, <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Alc.</span>p.181</span> C.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[foundation]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.44 (pl.).<br><span class="bld">II</span> = [[ὐπόστασις]] B. 1.1, [[sediment]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 109c, Protagorid.4, Dsc.5.103, Plu.2.130b, etc.; <b class="b3">ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ</b>, as a translation of Cicero's [[in faece Romuli]], Plu.''Phoc.''3, cf. Cic.''Att.''2.1.8; <b class="b3">ὑ. τροφῆς</b>, almost = [[περίττωμα]], Hp. ''Vict.''2.45; of matter, ἡ πάντων ὑ. Dam.''Pr.''36, cf. Zeno Stoic.1.29, Procl. ''in Alc.''p.181 C.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />[[dépôt]], [[sédiment]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[στάθμη]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Unterlage]], [[Grundlage]]</i>; Plut. <i>[[sanit]]. tuenda</i> p. 391; DS. 3.44. – <i>[[Bodensatz]], [[Hefen]]</i>, Plat. <i>Phaed</i>. 109b; übertragen, Plut. <i>Phoc</i>. 3. – <i>[[Molken]]</i>, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποστάθμη:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> архит. [[основание]], [[фундамент]] (οἰκιῶν ὑποστάθμαι Diod.);<br /><b class="num">2</b> [[осадок]], [[отстой]], [[гуща]], Plat.: ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ Plut. в гуще римского народа.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποστάθμη''': ἡ, θεμέλιον, ἡ [[νῆσος]]... παλαιῶν ἔχει οἰκιῶν λιθίνας ὑποστάθμας Διόδ. 3. 44. ΙΙ. = [[ὑπόστασις]] Β΄, κοινῶς «καταπάτι», Πλάτ. Φαίδων 109C, Πρωταγορίδ. παρ’ Ἀθην. 124E, Διοσκ. 5. 120, Πλούτ., κλπ.· ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ, ὡς [[μετάφρασις]] τοῦ Κικερωνείου in faece Romuli, Πλουτ. Φωκ. 3, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ.
|lstext='''ὑποστάθμη''': ἡ, θεμέλιον, ἡ [[νῆσος]]... παλαιῶν ἔχει οἰκιῶν λιθίνας ὑποστάθμας Διόδ. 3. 44. ΙΙ. = [[ὑπόστασις]] Β΄, κοινῶς «καταπάτι», Πλάτ. Φαίδων 109C, Πρωταγορίδ. παρ’ Ἀθην. 124E, Διοσκ. 5. 120, Πλούτ., κλπ.· ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ, ὡς [[μετάφρασις]] τοῦ Κικερωνείου in faece Romuli, Πλουτ. Φωκ. 3, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />dépôt, sédiment.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[στάθμη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑποστάθμη]], ΝΑ<br />τα αδιάλυτα συστατικά ενός υγρού τα οποία καθιζάνουν στον πυθμένα του δοχείου στο οποίο αυτό περιέχεται, αλλ. [[ίζημα]] ή [[κατακάθι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.-χημ.</b> η [[υποστιβάδα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[άνθρωπος]] της κατώτερης [ή της τελευταίας] υποστάθμης» — [[άνθρωπος]] κατώτατου ηθικού ποιού, [[φαυλεπίφαυλος]], [[αχρείος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βάση]], [[θεμέλιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στάθμη]]].
|mltxt=η / [[ὑποστάθμη]], ΝΑ<br />τα αδιάλυτα συστατικά ενός υγρού τα οποία καθιζάνουν στον πυθμένα του δοχείου στο οποίο αυτό περιέχεται, αλλ. [[ίζημα]] ή [[κατακάθι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.-χημ.</b> η [[υποστιβάδα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[άνθρωπος]] της κατώτερης [ή της τελευταίας] υποστάθμης» — [[άνθρωπος]] κατώτατου ηθικού ποιού, [[φαυλεπίφαυλος]], [[αχρείος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βάση]], [[θεμέλιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στάθμη]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποστάθμη:''' ἡ, = [[ὑπόστασις]], [[κατακάθι]], [[ίζημα]], [[τρυγία]], σε Πλάτ.· <i>ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ</i>, in facere Romuli, σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπο-[[στάθμη]], ἡ, = [[ὑπόστασις]]<br />[[sediment]], Plat.; ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ, in faece Romuli, Plut.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[βάση]], [[θεμέλιο]]). Ἀπό τό ὑφίσταμαι → [[ὑπό]] + [[ἵσταμαι]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ἵστημι]].
}}
}}

Latest revision as of 08:05, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποστάθμη Medium diacritics: ὑποστάθμη Low diacritics: υποστάθμη Capitals: ΥΠΟΣΤΑΘΜΗ
Transliteration A: hypostáthmē Transliteration B: hypostathmē Transliteration C: ypostathmi Beta Code: u(posta/qmh

English (LSJ)

ἡ,
A foundation, D.S.3.44 (pl.).
II = ὐπόστασις B. 1.1, sediment, Pl.Phd. 109c, Protagorid.4, Dsc.5.103, Plu.2.130b, etc.; ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ, as a translation of Cicero's in faece Romuli, Plu.Phoc.3, cf. Cic.Att.2.1.8; ὑ. τροφῆς, almost = περίττωμα, Hp. Vict.2.45; of matter, ἡ πάντων ὑ. Dam.Pr.36, cf. Zeno Stoic.1.29, Procl. in Alc.p.181 C.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
dépôt, sédiment.
Étymologie: ὑπό, στάθμη.

German (Pape)

ἡ, Unterlage, Grundlage; Plut. sanit. tuenda p. 391; DS. 3.44. – Bodensatz, Hefen, Plat. Phaed. 109b; übertragen, Plut. Phoc. 3. – Molken, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ὑποστάθμη:
1 архит. основание, фундамент (οἰκιῶν ὑποστάθμαι Diod.);
2 осадок, отстой, гуща, Plat.: ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ Plut. в гуще римского народа.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστάθμη: ἡ, θεμέλιον, ἡ νῆσος... παλαιῶν ἔχει οἰκιῶν λιθίνας ὑποστάθμας Διόδ. 3. 44. ΙΙ. = ὑπόστασις Β΄, κοινῶς «καταπάτι», Πλάτ. Φαίδων 109C, Πρωταγορίδ. παρ’ Ἀθην. 124E, Διοσκ. 5. 120, Πλούτ., κλπ.· ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ, ὡς μετάφρασις τοῦ Κικερωνείου in faece Romuli, Πλουτ. Φωκ. 3, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ.

Greek Monolingual

η / ὑποστάθμη, ΝΑ
τα αδιάλυτα συστατικά ενός υγρού τα οποία καθιζάνουν στον πυθμένα του δοχείου στο οποίο αυτό περιέχεται, αλλ. ίζημα ή κατακάθι
νεοελλ.
1. φυσ.-χημ. η υποστιβάδα
2. φρ. «άνθρωπος της κατώτερης [ή της τελευταίας] υποστάθμης» — άνθρωπος κατώτατου ηθικού ποιού, φαυλεπίφαυλος, αχρείος
αρχ.
βάση, θεμέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + στάθμη].

Greek Monotonic

ὑποστάθμη: ἡ, = ὑπόστασις, κατακάθι, ίζημα, τρυγία, σε Πλάτ.· ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ, in facere Romuli, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ὑπο-στάθμη, ἡ, = ὑπόστασις
sediment, Plat.; ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ, in faece Romuli, Plut.

Mantoulidis Etymological

(=βάση, θεμέλιο). Ἀπό τό ὑφίσταμαι → ὑπό + ἵσταμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἵστημι.