ὀνυχίζω: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "theilen" to "teilen") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=onychizo | |Transliteration C=onychizo | ||
|Beta Code=o)nuxi/zw | |Beta Code=o)nuxi/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[pare the nails]]. in Med., Jul.''Mis.''339b, Iamb.''VP''28.154: aor ὠνυχισάμην [[LXX]] ''2 Ki.''19.24(25):—Pass., ὠνυχισμένος [[with one's nails pared]], Cratin.455.<br><span class="bld">II</span> ὀ. ὄνυχας [[to have the hoof cloven]], [[LXX]] ''Le.''11.7, al.<br><span class="bld">III</span> [[examine with the nail]], [[examine closely]], Artem.4 ''Prooemia'', Jul.''Or.''5.162c: fut. ὀνυχιεῖ· ἐπιμελῶς ἐξετάσει, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]:—Pass., [[ὀνυχίζεται]], expld. by Phot. [[ἀκριβολογεῖται]], Ar.''Fr.''834.<br><span class="bld">IV</span> [[overreach]], ἐν τῇ συνηθείᾳ -ίζεσθαί φαμεν τὸν ἐπὶ βλάβῃ ὑπό τινος ἐξαπατηθέντα Artem.1.22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0351.png Seite 351]] Klauen, Hufe, bes. Nägel beschneiden. – Med. sich die Nägel beschneiden, VLL.; vgl. Lob. zu Phryn. 289; ὁ ὠνυχισμένος ἐπὶ τοῦ τετμημένου τοὺς ὄνυχας, B. A. 13, 17 aus Cratin. – | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0351.png Seite 351]] Klauen, Hufe, bes. Nägel beschneiden. – Med. sich die Nägel beschneiden, VLL.; vgl. Lob. zu Phryn. 289; ὁ ὠνυχισμένος ἐπὶ τοῦ τετμημένου τοὺς ὄνυχας, B. A. 13, 17 aus Cratin. – Übertr., wie ἐξονυχίζειν, mit den Nägeln genau, sorgfältig untersuchen, eigtl. ob Alles genau gearbeitet ist, Clem. Al.; ἐξετάζειν τὸ [[πρᾶγμα]] ὑποκείμενον, B. A. 13; VLL. erkl. ἀκριβολογέω. – Auch = Einen berücken, bevorteilen, Artemid. 1, 22. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 07:33, 10 April 2024
English (LSJ)
A pare the nails. in Med., Jul.Mis.339b, Iamb.VP28.154: aor ὠνυχισάμην LXX 2 Ki.19.24(25):—Pass., ὠνυχισμένος with one's nails pared, Cratin.455.
II ὀ. ὄνυχας to have the hoof cloven, LXX Le.11.7, al.
III examine with the nail, examine closely, Artem.4 Prooemia, Jul.Or.5.162c: fut. ὀνυχιεῖ· ἐπιμελῶς ἐξετάσει, Hsch.:—Pass., ὀνυχίζεται, expld. by Phot. ἀκριβολογεῖται, Ar.Fr.834.
IV overreach, ἐν τῇ συνηθείᾳ -ίζεσθαί φαμεν τὸν ἐπὶ βλάβῃ ὑπό τινος ἐξαπατηθέντα Artem.1.22.
German (Pape)
[Seite 351] Klauen, Hufe, bes. Nägel beschneiden. – Med. sich die Nägel beschneiden, VLL.; vgl. Lob. zu Phryn. 289; ὁ ὠνυχισμένος ἐπὶ τοῦ τετμημένου τοὺς ὄνυχας, B. A. 13, 17 aus Cratin. – Übertr., wie ἐξονυχίζειν, mit den Nägeln genau, sorgfältig untersuchen, eigtl. ob Alles genau gearbeitet ist, Clem. Al.; ἐξετάζειν τὸ πρᾶγμα ὑποκείμενον, B. A. 13; VLL. erkl. ἀκριβολογέω. – Auch = Einen berücken, bevorteilen, Artemid. 1, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνῠχίζω: κόπτω τοὺς ὄνυχας: Παθ. ὠνυχισμένος, ἔχων κεκομμένους τοὺς ὄνυχας, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 127· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 289. ΙΙ. ὀνυχίζω ὄνυχας, ἔχω τὸν ὄνυχα διῃρημένον, «καὶ τὸν ὗν, ὅτι διχηλεῖ ὁπλῆν τοῦτο καὶ ὀνυχίζει ὄνυχας ὁπλῆς» Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΑ΄, 7, κ. ἀλλ.). ΙΙΙ. ἐξετάζω διὰ τῶν ὀνύχων, ἐξετάζω ἐκ τοῦ πλησίον, Ἀρτεμίδωρ. 4, ἐν τῷ προοιμίῳ, Κλήμ. Ἀλ. 190. - Παθητ., ὀνυχίζεται, ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Φωτίου ἀκριβολογεῖται, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 660.· - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνυχιεῖ· ἐπιμελῶς ἐξετάσει»· πρβλ. ὄνυξ Ι. 3.
Greek Monolingual
ὀνυχίζω (Α) [όνυξ, -υχος (Ι)]
1. (ενεργ. και μέσ.) κόβω τα νύχια
2. μτφ. α) εξετάζω κάτι με μεγάλη επιμέλεια, διερευνώ επακριβώς, εξονυχίζω
β) μέσ. απατώ, εξαπατώ
3. φρ. «ὀνυχίζω ὄνυχας»
(για ζώο) έχω την οπλή διαιρεμένη, δηλ. σχισμένη
4. (κατά τον Φώτ.) «ονυχίζεται
ακριβολογείται».