πεντηκοστολόγος: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(13_4) |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pentikostologos | |Transliteration C=pentikostologos | ||
|Beta Code=penthkostolo/gos | |Beta Code=penthkostolo/gos | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ,[[collector of the tax of two per cent]], [[collector of the fiftieth-part tax]], [[collector]] of the [[πεντηκοστή]], at Athens, D.21.133, 34.7, Eub. 122; at Delos, SIG 975.10 (iii B. C.); at Cyparissia, ib.952.9 (iv/iii B. C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0559.png Seite 559]] den Zoll od. die Abgabe des funfzigsten | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0559.png Seite 559]] den Zoll od. die Abgabe des funfzigsten Teils sammelnd; ὁ π., der Zolleinnehmer od. Pächter des Einfuhrzolles, B. A. 297; Dem. 21, 133, vgl. 34, 7; Poll. 2, 124, wo [[πεντηκοστηλόγος]] [[varia lectio|v.l.]]; Lob. Phryn. 658. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[percepteur du droit du cinquantième]].<br />'''Étymologie:''' [[πεντηκοστός]], [[λέγω]]². | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πεντηκοστολόγος -ου, ὁ [[[πεντηκοστός]], [[λέγω]]] [[inner van belasting]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πεντηκοστολόγος:''' ὁ [[сборщик двухпроцентного налога]] Dem. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πεντηκοστολόγος''': ὁ, ὁ εἰσπράττων τὴν πεντηκοστὴν (πρβλ. [[πεντηκόσταρχος]]), Δημ. 558. 18., 909. 10, Εὔβουλος ἐν Ἀδήλ. 12· ― [[ἐντεῦθεν]] πεντηκοστολογέω, εἰσπράττω τὴν πεντηκοστήν, Πολυδ. Θ΄, 29· ― πεντηκοστολόγιον, τό, τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] εἰσεπράττετο ἡ πεντηκοστή, [[αὐτόθι]], πρβλ. Σουΐδ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />(στην Αθήνα, στη Δήλο και στην Κυπαρισσία) ο [[εισπράκτορας]] του φόρου της πεντηκοστής, [[οικονομικός]] [[υπάλληλος]] της αθηναϊκής πολιτείας που είχε ως [[έργο]] την [[είσπραξη]] του φόρου της πεντηκοστής και την [[απογραφή]] του εισπραττόμενου φόρου σε ιδιαίτερο [[βιβλίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεντηκοστή]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πεντηκοστολόγος:''' ὁ ([[λέγω]]), αυτός που εισπράττει το [[φόρο]] της <i>πεντηκοστῆς</i>, σε Δημ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πεντηκοστο-[[λόγος]], ὁ, [[λέγω]]<br />a [[collector]] of the tax [[πεντηκοστή]], Dem. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:45, 10 April 2024
English (LSJ)
ὁ,collector of the tax of two per cent, collector of the fiftieth-part tax, collector of the πεντηκοστή, at Athens, D.21.133, 34.7, Eub. 122; at Delos, SIG 975.10 (iii B. C.); at Cyparissia, ib.952.9 (iv/iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 559] den Zoll od. die Abgabe des funfzigsten Teils sammelnd; ὁ π., der Zolleinnehmer od. Pächter des Einfuhrzolles, B. A. 297; Dem. 21, 133, vgl. 34, 7; Poll. 2, 124, wo πεντηκοστηλόγος v.l.; Lob. Phryn. 658.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
percepteur du droit du cinquantième.
Étymologie: πεντηκοστός, λέγω².
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεντηκοστολόγος -ου, ὁ [πεντηκοστός, λέγω] inner van belasting.
Russian (Dvoretsky)
πεντηκοστολόγος: ὁ сборщик двухпроцентного налога Dem.
Greek (Liddell-Scott)
πεντηκοστολόγος: ὁ, ὁ εἰσπράττων τὴν πεντηκοστὴν (πρβλ. πεντηκόσταρχος), Δημ. 558. 18., 909. 10, Εὔβουλος ἐν Ἀδήλ. 12· ― ἐντεῦθεν πεντηκοστολογέω, εἰσπράττω τὴν πεντηκοστήν, Πολυδ. Θ΄, 29· ― πεντηκοστολόγιον, τό, τὸ μέρος ἔνθα εἰσεπράττετο ἡ πεντηκοστή, αὐτόθι, πρβλ. Σουΐδ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(στην Αθήνα, στη Δήλο και στην Κυπαρισσία) ο εισπράκτορας του φόρου της πεντηκοστής, οικονομικός υπάλληλος της αθηναϊκής πολιτείας που είχε ως έργο την είσπραξη του φόρου της πεντηκοστής και την απογραφή του εισπραττόμενου φόρου σε ιδιαίτερο βιβλίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστή + -λόγος].
Greek Monotonic
πεντηκοστολόγος: ὁ (λέγω), αυτός που εισπράττει το φόρο της πεντηκοστῆς, σε Δημ.
Middle Liddell
πεντηκοστο-λόγος, ὁ, λέγω
a collector of the tax πεντηκοστή, Dem.