κακόβουλος: Difference between revisions
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
m (Text replacement - "erathen" to "eraten") |
|||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kakovoulos | |Transliteration C=kakovoulos | ||
|Beta Code=kako/boulos | |Beta Code=kako/boulos | ||
|Definition= | |Definition=κακόβουλον,<br><span class="bld">A</span> [[ill-advised]], [[foolish]], φροντίς S. ''Fr.''592 (lyr.); φῶτες E.''Ba.''401 (lyr.), cf. [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1055 (hex.), Ph.2.280 (Sup.), D.Chr.31.50, Vett.Val.66.3: Comp., Sch.Th.1.120.<br><span class="bld">II</span> Act., [[giving bad advice]], opp. [[εὔβουλος]], Pl.''Sis.''391c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1299.png Seite 1299]] 1) übel | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1299.png Seite 1299]] 1) übel beraten, thöricht; Eur. Bacch. 399; Ar. Equ. 1055. – 2) Andern schlecht rathend; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[εὔβουλος]] Plat. Sis. 391 c; Strat. 62 (XII, 220). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui a des pensées mauvaises]] <i>ou</i> déraisonnables;<br /><b>2</b> [[qui donne de mauvais conseils]], [[qui inspire de mauvaises pensées]].<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[βουλή]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κακόβουλος -ον [[[κακός]], [[βουλή]]] slechte raad gevend. onberaden, dwaas:. οἵδε τρόποι... κακοβούλων... φωτῶν dit zijn eigenschappen van dwaze mannen Eur. Ba. 401. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''κακόβουλος:'''<br /><b class="num">1</b> [[дающий плохие наставления]], [[плохо советующий]] Arph., Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[неразумный]], [[безрассудный]] (φῶτες Eur.; [[φροντίς]] Soph. ap. Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[κακόβουλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται με κακή [[πρόθεση]] («κακόβουλες διαδόσεις»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που σκέπτεται ή θέλει το [[κακό]] του άλλου, [[κακεντρεχής]], [[χαιρέκακος]] («[[κακόβουλος]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται ασύνετα, ο [[ανόητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει κακές συμβουλές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακόβουλα</i> (AM κακοβούλως)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />με κακόβουλο τρόπο, με κακή [[πρόθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br />ασύνετα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βουλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βουλή]] <span style="color: red;"><</span> [[βούλομαι]]), | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[κακόβουλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται με κακή [[πρόθεση]] («κακόβουλες διαδόσεις»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που σκέπτεται ή θέλει το [[κακό]] του άλλου, [[κακεντρεχής]], [[χαιρέκακος]] («[[κακόβουλος]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται ασύνετα, ο [[ανόητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει κακές συμβουλές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακόβουλα</i> (AM κακοβούλως)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />με κακόβουλο τρόπο, με κακή [[πρόθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br />ασύνετα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βουλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βουλή]] <span style="color: red;"><</span> [[βούλομαι]]), [[πρβλ]]. <i>θρασύ</i>-<i>βουλος</i>, [[ταχύ]]-<i>βουλος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰκόβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), αυτός που δίνει κακές συμβουλές, σε Ευρ., Αριστοφ. | |lsmtext='''κᾰκόβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), αυτός που δίνει κακές συμβουλές, σε Ευρ., Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κᾰκόβουλος''': -ον, κακῶς βουλευόμενος, [[ἀσύνετος]], φροντὶς Σοφ. Ἀποσπ. 519· φῶτες Εὐρ. Βάκχ. 399, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1055. ΙΙ. ἐνεργ., συμβουλεύων κακῶς, ἀντίθετον τῷ [[εὔβουλος]], Πλάτ. Σίσυφ. 391C. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κᾰκό-βουλος, ον [[βουλή]]<br />ill-[[advised]], Eur., Ar. | |mdlsjtxt=κᾰκό-βουλος, ον [[βουλή]]<br />ill-[[advised]], Eur., Ar. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ἀσύνετος]]). Ἀπό τό [[κακός]] + [[βουλή]] τοῦ [[βούλομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:08, 16 April 2024
English (LSJ)
κακόβουλον,
A ill-advised, foolish, φροντίς S. Fr.592 (lyr.); φῶτες E.Ba.401 (lyr.), cf. Ar.Eq.1055 (hex.), Ph.2.280 (Sup.), D.Chr.31.50, Vett.Val.66.3: Comp., Sch.Th.1.120.
II Act., giving bad advice, opp. εὔβουλος, Pl.Sis.391c.
German (Pape)
[Seite 1299] 1) übel beraten, thöricht; Eur. Bacch. 399; Ar. Equ. 1055. – 2) Andern schlecht rathend; Gegensatz εὔβουλος Plat. Sis. 391 c; Strat. 62 (XII, 220).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a des pensées mauvaises ou déraisonnables;
2 qui donne de mauvais conseils, qui inspire de mauvaises pensées.
Étymologie: κακός, βουλή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόβουλος -ον [κακός, βουλή] slechte raad gevend. onberaden, dwaas:. οἵδε τρόποι... κακοβούλων... φωτῶν dit zijn eigenschappen van dwaze mannen Eur. Ba. 401.
Russian (Dvoretsky)
κακόβουλος:
1 дающий плохие наставления, плохо советующий Arph., Plat.;
2 неразумный, безрассудный (φῶτες Eur.; φροντίς Soph. ap. Plut.).
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ κακόβουλος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με κακή πρόθεση («κακόβουλες διαδόσεις»)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που σκέπτεται ή θέλει το κακό του άλλου, κακεντρεχής, χαιρέκακος («κακόβουλος άνθρωπος»)
αρχ.
1. αυτός που σκέπτεται ασύνετα, ο ανόητος
2. αυτός που δίνει κακές συμβουλές.
επίρρ...
κακόβουλα (AM κακοβούλως)
νεοελλ.-μσν.
με κακόβουλο τρόπο, με κακή πρόθεση
αρχ.
ασύνετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. θρασύ-βουλος, ταχύ-βουλος].
Greek Monotonic
κᾰκόβουλος: -ον (βουλή), αυτός που δίνει κακές συμβουλές, σε Ευρ., Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκόβουλος: -ον, κακῶς βουλευόμενος, ἀσύνετος, φροντὶς Σοφ. Ἀποσπ. 519· φῶτες Εὐρ. Βάκχ. 399, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1055. ΙΙ. ἐνεργ., συμβουλεύων κακῶς, ἀντίθετον τῷ εὔβουλος, Πλάτ. Σίσυφ. 391C.
Middle Liddell
κᾰκό-βουλος, ον βουλή
ill-advised, Eur., Ar.
Mantoulidis Etymological
(=ἀσύνετος). Ἀπό τό κακός + βουλή τοῦ βούλομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.