τάργανον: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - " Vermutung" to " Vermutung")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=targanon
|Transliteration C=targanon
|Beta Code=ta/rganon
|Beta Code=ta/rganon
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[vinegar]], <span class="bibl">Phoen.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[τράγος]] v, Dsc.4.51 (v.l. [[τράγανον]]).</span>
|Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[vinegar]], Phoen.5.<br><span class="bld">II</span> = [[τράγος]] v, Dsc.4.51 ([[varia lectio|v.l.]] [[τράγανον]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Λυδούς) όξος, [[ξίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. με [[επίθημα]] -<i>ανον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ξό</i>-<i>ανον</i>). Η [[σύνδεση]] της λ. τόσο με τον τ. [[στεργάνος]] «[[κοπρώνας]]» όσο και με τη λ. [[τρύξ]] «νέο [[κρασί]]» δεν [[είναι]] ικανοποιητική [[ούτε]] από μορφολογική [[ούτε]] από σημασιολογική [[άποψη]]. Πιθανότερη φαίνεται η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με τα [[ἀτρεκής]] και [[ἄτρακτος]] και ανάγεται σε αμάρτυρο αρχικό ρ. με σημ. «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]» αντίστοιχο του λατ. <i>torqueo</i> «[[στρέφω]]». Όσον αφορά, εξάλλου, στη σημ. της λ. έχει παρατηρηθεί ότι το ρ. [[τρέπω]] «[[στρέφω]]» έχει χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει υγρά, όπως [[γάλα]] ή [[κρασί]], που έχουν χαλάσει, έχουν κόψει, έχουν ξινίσει: ὁ [[οἶνος]] τρέπεται</i> και [[τροπίας]] «[[κρασί]] που έχει ξινίσει» (<b>πρβλ.</b> και το γαλλ. <i>le vin tairne</i>). Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], του [[τάργανον]] με τη λ. [[σαργάνη]] (<b>πρβλ.</b> «<i>ταργάναι</i><br /><i>πλοκαί συνδέσεις</i>») δεν θεωρείται πιθανή].<br /><b>(II)</b><br />τὸ, Α<br />[[είδος]] υδρόβιου φυτού, η [[ίππουρις]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Λυδούς) όξος, [[ξίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. με [[επίθημα]] -<i>ανον</i> ([[πρβλ]]. [[ξόανον]]). Η [[σύνδεση]] της λ. τόσο με τον τ. [[στεργάνος]] «[[κοπρώνας]]» όσο και με τη λ. [[τρύξ]] «νέο [[κρασί]]» δεν [[είναι]] ικανοποιητική [[ούτε]] από μορφολογική [[ούτε]] από σημασιολογική [[άποψη]]. Πιθανότερη φαίνεται η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με τα [[ἀτρεκής]] και [[ἄτρακτος]] και ανάγεται σε αμάρτυρο αρχικό ρ. με σημ. «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]» αντίστοιχο του λατ. <i>torqueo</i> «[[στρέφω]]». Όσον αφορά, εξάλλου, στη σημ. της λ. έχει παρατηρηθεί ότι το ρ. [[τρέπω]] «[[στρέφω]]» έχει χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει υγρά, όπως [[γάλα]] ή [[κρασί]], που έχουν χαλάσει, έχουν κόψει, έχουν ξινίσει: ὁ [[οἶνος]] τρέπεται</i> και [[τροπίας]] «[[κρασί]] που έχει ξινίσει» (<b>πρβλ.</b> και το γαλλ. <i>le vin tairne</i>). Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], του [[τάργανον]] με τη λ. [[σαργάνη]] (<b>πρβλ.</b> «<i>ταργάναι</i><br /><i>πλοκαί συνδέσεις</i>») δεν θεωρείται πιθανή].<br /><b>(II)</b><br />τὸ, Α<br />[[είδος]] υδρόβιου φυτού, η [[ίππουρις]].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''τάργανον''': {tárganon}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[verdorbener Wein]], [[Essig]], [[Nachwein]] (Phoèn. [III<sup>a</sup>]).<br />'''Derivative''': Daneben [[οἶνος]] τεταργανωμένος [[sauerer Wein]] (Pl. Kom.), ταργαίνειν· ταράσσειν H.<br />'''Etymology''' : Nicht sicher erklärt. Nach gewöhnlicher Annahme zu [[στεργάνος]] und [[τρύξ]] (s. dd.). Semantisch näher liegt die Sippe ''terk''-, ''trek''- [[drehen]] in lat. ''torqueō'' [[drehen]], [[winden]], aind. ''tarkú''- [[Spindel]] u.a. (s. auch [[ἄτρακτος]] und [[ἀτρεκής]]; dazu WP. 1, 735f., Pok. 1077), die aber durch das auslaut. -''k'' abweicht. Begrifflich steht dieser Etymologie nichts im Wege, da sich Ausdrücke für [[drehen]] sehr oft auf Getränke, die sauer, bitter oder kahmig werden, beziehen, z.B. ὁ [[οἶνος]] τρέπεται [[der Wein schlägt um]], [[wird sauer]], [[verdirbt]] mit [[τροπίας]] [[verdorbener Wein]], [[τάργανον]], ital. ''il'' ''vino'' ''dà'' ''la'' ''volta'' ib., frz. ''le'' ''lait'' ''tourne'' [[die Milch wird sauer]] usw. usw., s. die zahlreichen Beispiele bei Lidén Armen. Stud. 105 f., Mélanges de phil. off. à J. Vising (Göteborg 1925) 378 ff. — Hierher somit ταργάναι· πλοκαί, συνδέσεις, πέδαι und τεταργανωμένη· συμπεπλεγμένη, συνειλημμένη H. (vgl. [[σαργάνη]]) mit urspr. Bed. [[Drehung]], [[Windung]] bzw. [[gedreht]], [[gewunden]] ? Zu [[τάργανον]] [[sauerer Wein]] : ταργάναι [[Geflechte]], [[Gewebe]] stimmen tatsächlich recht gut nndl. ''wrang'' [[herb]], [[bitter]], [[sauer]], [[vom Geschmack]] : got. ''wruggo'' [[Schlinge]]. Andere, unrichtige Vermutung über ταργάναι s. [[σαργάνη]]; abzulehnen ebenfalls Güntert Reimwortbild. 142f.: [[ταργάνη]] für [[σαργάνη]] nach [[ταρπός]].<br />'''Page''' 2,856
|ftr='''τάργανον''': {tárganon}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[verdorbener Wein]], [[Essig]], [[Nachwein]] (Phoèn. [III<sup>a</sup>]).<br />'''Derivative''': Daneben [[οἶνος]] τεταργανωμένος [[sauerer Wein]] (Pl. Kom.), ταργαίνειν· ταράσσειν H.<br />'''Etymology''': Nicht sicher erklärt. Nach gewöhnlicher Annahme zu [[στεργάνος]] und [[τρύξ]] (s. dd.). Semantisch näher liegt die Sippe ''terk''-, ''trek''- [[drehen]] in lat. ''torqueō'' [[drehen]], [[winden]], aind. ''tarkú''- [[Spindel]] u.a. (s. auch [[ἄτρακτος]] und [[ἀτρεκής]]; dazu WP. 1, 735f., Pok. 1077), die aber durch das auslaut. -''k'' abweicht. Begrifflich steht dieser Etymologie nichts im Wege, da sich Ausdrücke für [[drehen]] sehr oft auf Getränke, die sauer, bitter oder kahmig werden, beziehen, z.B. ὁ [[οἶνος]] τρέπεται [[der Wein schlägt um]], [[wird sauer]], [[verdirbt]] mit [[τροπίας]] [[verdorbener Wein]], [[τάργανον]], ital. ''il'' ''vino'' ''dà'' ''la'' ''volta'' ib., frz. ''le'' ''lait'' ''tourne'' [[die Milch wird sauer]] usw. usw., s. die zahlreichen Beispiele bei Lidén Armen. Stud. 105 f., Mélanges de phil. off. à J. Vising (Göteborg 1925) 378 ff. — Hierher somit ταργάναι· πλοκαί, συνδέσεις, πέδαι und τεταργανωμένη· συμπεπλεγμένη, συνειλημμένη H. (vgl. [[σαργάνη]]) mit urspr. Bed. [[Drehung]], [[Windung]] bzw. [[gedreht]], [[gewunden]] ? Zu [[τάργανον]] [[sauerer Wein]]: ταργάναι [[Geflechte]], [[Gewebe]] stimmen tatsächlich recht gut nndl. ''wrang'' [[herb]], [[bitter]], [[sauer]], [[vom Geschmack]]: got. ''wruggo'' [[Schlinge]]. Andere, unrichtige [[Vermutung]] über ταργάναι s. [[σαργάνη]]; abzulehnen ebenfalls Güntert Reimwortbild. 142f.: [[ταργάνη]] für [[σαργάνη]] nach [[ταρπός]].<br />'''Page''' 2,856
}}
}}

Latest revision as of 15:35, 16 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάργᾰνον Medium diacritics: τάργανον Low diacritics: τάργανον Capitals: ΤΑΡΓΑΝΟΝ
Transliteration A: tárganon Transliteration B: targanon Transliteration C: targanon Beta Code: ta/rganon

English (LSJ)

τό,
A vinegar, Phoen.5.
II = τράγος v, Dsc.4.51 (v.l. τράγανον).

German (Pape)

[Seite 1071] τό, Essig, Nachwein, od. Lauer, auch trüb gewordener, verdorbener Wein, Phoenix Colophon. bei Ath. XI, 495 d. Es soll mit ταράσσω zusammenhangen, E. M erkl. es = ταρακτόν.

Greek (Liddell-Scott)

τάργᾰνον: τό, ὄξος ἢ ξιδόκρασον, Λατ. lora, Φοῖνιξ παρ’ Ἀθην. 495Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τάργανον· ὄξος. Λυδοί. ἢ τὸ ταράττον. ἢ τὸ ἀπὸ στεμφύλων πόμα. καὶ πόα, ἡ καὶ σκορπίουρος».

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Λυδούς) όξος, ξίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. με επίθημα -ανον (πρβλ. ξόανον). Η σύνδεση της λ. τόσο με τον τ. στεργάνος «κοπρώνας» όσο και με τη λ. τρύξ «νέο κρασί» δεν είναι ικανοποιητική ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Πιθανότερη φαίνεται η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τα ἀτρεκής και ἄτρακτος και ανάγεται σε αμάρτυρο αρχικό ρ. με σημ. «στρέφω, γυρίζω» αντίστοιχο του λατ. torqueo «στρέφω». Όσον αφορά, εξάλλου, στη σημ. της λ. έχει παρατηρηθεί ότι το ρ. τρέπω «στρέφω» έχει χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει υγρά, όπως γάλα ή κρασί, που έχουν χαλάσει, έχουν κόψει, έχουν ξινίσει: ὁ οἶνος τρέπεται και τροπίας «κρασί που έχει ξινίσει» (πρβλ. και το γαλλ. le vin tairne). Η σύνδεση, τέλος, του τάργανον με τη λ. σαργάνη (πρβλ. «ταργάναι
πλοκαί συνδέσεις») δεν θεωρείται πιθανή].
(II)
τὸ, Α
είδος υδρόβιου φυτού, η ίππουρις.

Frisk Etymology German

τάργανον: {tárganon}
Grammar: n.
Meaning: verdorbener Wein, Essig, Nachwein (Phoèn. [IIIa]).
Derivative: Daneben οἶνος τεταργανωμένος sauerer Wein (Pl. Kom.), ταργαίνειν· ταράσσειν H.
Etymology: Nicht sicher erklärt. Nach gewöhnlicher Annahme zu στεργάνος und τρύξ (s. dd.). Semantisch näher liegt die Sippe terk-, trek- drehen in lat. torqueō drehen, winden, aind. tarkú- Spindel u.a. (s. auch ἄτρακτος und ἀτρεκής; dazu WP. 1, 735f., Pok. 1077), die aber durch das auslaut. -k abweicht. Begrifflich steht dieser Etymologie nichts im Wege, da sich Ausdrücke für drehen sehr oft auf Getränke, die sauer, bitter oder kahmig werden, beziehen, z.B. ὁ οἶνος τρέπεται der Wein schlägt um, wird sauer, verdirbt mit τροπίας verdorbener Wein, τάργανον, ital. il vino la volta ib., frz. le lait tourne die Milch wird sauer usw. usw., s. die zahlreichen Beispiele bei Lidén Armen. Stud. 105 f., Mélanges de phil. off. à J. Vising (Göteborg 1925) 378 ff. — Hierher somit ταργάναι· πλοκαί, συνδέσεις, πέδαι und τεταργανωμένη· συμπεπλεγμένη, συνειλημμένη H. (vgl. σαργάνη) mit urspr. Bed. Drehung, Windung bzw. gedreht, gewunden ? Zu τάργανον sauerer Wein: ταργάναι Geflechte, Gewebe stimmen tatsächlich recht gut nndl. wrang herb, bitter, sauer, vom Geschmack: got. wruggo Schlinge. Andere, unrichtige Vermutung über ταργάναι s. σαργάνη; abzulehnen ebenfalls Güntert Reimwortbild. 142f.: ταργάνη für σαργάνη nach ταρπός.
Page 2,856