ἐξάρθρωσις: Difference between revisions
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
(5) |
mNo edit summary |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksarthrosis | |Transliteration C=eksarthrosis | ||
|Beta Code=e)ca/rqrwsis | |Beta Code=e)ca/rqrwsis | ||
|Definition= | |Definition=ἐξαρθρώσεως, ἡ, = [[ἐξάρθρημα]], [[ἐξάρθρησις]], [[dislocation]], [[sprain]], Gal.18(2).323. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=ἐξαρθρώσεως, ἡ<br />medic. [[dislocación]], [[luxación]] Gal.18(2).323, Steph.<i>in Hp.Fract</i>.53.24, cf. tb. [[ἐξάρθρησις]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0872.png Seite 872]] ἡ, die [[Ausrenkung]], Galen. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἐξάρθρωσις]]) [[εξαρθρώνω]]<br />[[εξάρθρωμα]], «[[βγάλσιμο]]», [[λύση]] της αρθρώσεως, [[διάστρεμμα]], [[στραμπούλιγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λύση]] τών συνδετικών δεσμών, [[αποσύνθεση]], [[αποδιοργάνωση]], [[ξεχαρβάλωμα]], [[διάλυση]]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[dislocation]]=== | |||
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[εξάρθρωση]]; Ancient Greek: [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διακίνημα]], [[διάστρεμμα]], [[διαστροφή]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἔγκλισις]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔξαρθρον]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξηρθρηκός]], [[ἔξωσις]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[τὸ ἐξηρθρηκός]], [[χάλασμα]]; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: [[luxus]]; Macedonian: исколчување; Portuguese: [[deslocamento]], [[deslocação]], [[luxação]]; Russian: [[вывих]]; Spanish: [[luxación]], [[dislocación]]; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang | |||
}} | }} |
Latest revision as of 05:05, 13 May 2024
English (LSJ)
ἐξαρθρώσεως, ἡ, = ἐξάρθρημα, ἐξάρθρησις, dislocation, sprain, Gal.18(2).323.
Spanish (DGE)
ἐξαρθρώσεως, ἡ
medic. dislocación, luxación Gal.18(2).323, Steph.in Hp.Fract.53.24, cf. tb. ἐξάρθρησις.
German (Pape)
[Seite 872] ἡ, die Ausrenkung, Galen.
Greek Monolingual
η (Α ἐξάρθρωσις) εξαρθρώνω
εξάρθρωμα, «βγάλσιμο», λύση της αρθρώσεως, διάστρεμμα, στραμπούλιγμα
νεοελλ.
λύση τών συνδετικών δεσμών, αποσύνθεση, αποδιοργάνωση, ξεχαρβάλωμα, διάλυση.
Translations
dislocation
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: luxation; Galician: luxación; German: Verrenkung, Luxation; Greek: εξάρθρωση; Ancient Greek: ἀνάπλευσις, ἀποπάλησις, διακίνημα, διάστρεμμα, διαστροφή, διαφορά, διαφορή, ἔγκλισις, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία, ἐκπάλησις, ἐκπόρπισις, ἔκπτωμα, ἔκπτωσις, ἐκστροφή, ἔξαλσις, ἐξάρθρημα, ἐξάρθρησις, ἔξαρθρον, ἐξάρθρωμα, ἐξάρθρωσις, ἐξηρθρηκός, ἔξωσις, ἐπιστροφίς, μετακίνησις, μετάστασις, ὀλίσθημα, ὀλίσθησις, παράρθρημα, παράρθρησις, παρεναλλαγή, προπήδησις, στρέμμα, τὸ ἐξηρθρηκός, χάλασμα; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: luxus; Macedonian: исколчување; Portuguese: deslocamento, deslocação, luxação; Russian: вывих; Spanish: luxación, dislocación; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang