διαρτάω: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(Bailly1_2) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
(30 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diartao | |Transliteration C=diartao | ||
|Beta Code=diarta/w | |Beta Code=diarta/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[suspend]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], dub. l. for [[διαττᾶσθαι]], Plb.34.9.10.<br><span class="bld">2</span> [[keep in suspense]], [[keep engaged]], [[τινί]] in or by.., D.H.1.46; [[mislead]], [[deceive]], Men.1006.<br><span class="bld">II</span> to [[separate]], διδύμους Ph.2.303, al., cf. Heliod. ap.Orib.44.10.5; τὴν δύναμιν ἀπὸ Συρακουσῶν Plu.''Tim.''25; διηρτημένα ἀπ' ἀλλήλων Str.5.3.7: c. gen., σῶμα τοῦ ὅλου διαρτηθέν Ph.2.509; [[dismember]], Plot.6.9.5; [[interrupt]], τὰς ἀκολουθίας D.H.''Dem.'' 40; διηρτημένων τῶν λέξεων [[forced apart]], Id.''Comp.''20; διηρτημένων… φωνῶν Demetr.Lac.1014.48 F.; [[διηρτῆσθαι]], of argument, to [[lack connection]], [[be incoherent]], <b class="b3">διηρτημένα τινὰ καὶ ψευδῆ</b> ib.46F., cf. S.E. ''P.''2.153.<br><span class="bld">III</span> = [[καταρτίζω]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (Pass.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[apartar]], [[separar]] τοσαῦτα, κῆρυξ, ἐξ ἐμοῦ διάρτασον A.<i>Fr</i>.318, διαρτῶντος ... τὴν δύναμιν ἀπὸ τῶν Συρακουσῶν Plu.<i>Tim</i>.25, δίδυμοι ... οὓς ἡ μὲν φύσις ... διήρτησε Ph.2.303, cf. Hsch., en v. pas. διηρτημένα καὶ ἀπ' ἀλλήλων separadas (las colinas) unas de otras</i> Str.5.3.7, σῶμα τοῦ ὅλου διαρτηθέν el cuerpo separado del todo</i> Ph.2.509, en la descripción de una intervención quirúrgica [[ἅμα]] δὲ καὶ τῷ δακτύλῳ διαρτάσθω τὸ καταλελειμμένον συνεχὲς σῶμα Orib.44.7.5, τὰ διηρτημένα τῇ φύσει lo que está separado por naturaleza</i> Str.10.5.9.<br /><b class="num">2</b> [[desmembrar]], [[dividir]] αὐτοχειρίᾳ διαρτῆσαι τὸν ἄνθρωπον Ph.2.165, (τὸ ἕν) οὐ διαρτήσας ἑαυτόν Plot.6.9.5, en v. pas. κατὰ μέλη καὶ μέρη διαρτώμενος Ph.2.68.<br /><b class="num">3</b> [[interrumpir]], [[cortar]] de abstr. διαρτᾶν τὰς ἀκολουθίας interrumpir la secuencia</i> de los hechos en una narración, D.H.<i>Dem</i>.40.12<br /><b class="num">•</b>fil. en v. pas. de las premisas de una argumentación [[estar carentes de consistencia]] S.E.<i>P</i>.2.153<br /><b class="num">•</b>part. perf. pas. [[inconexo]], [[carente de ligazón]], [[mal articulado]] de argumentos τὰ Εὐφ[ρ] ωνίδου (ποιήματα) διηρτημένα μέν τινα καὶ ψευδῆ ... σημαίνει Demetr.Lac.<i>Po</i>.2.45.6, φωναί en la frase, Demetr.Lac.<i>Po</i>.2.47.6, λέξεις D.H.<i>Comp</i>.20.20.<br /><b class="num">4</b> fig. [[engañar]] Men.<i>Fr</i>.839, en v. pas. ὁ Ἡρακλῆς ... τοῖς μὲν ἴχνεσι διαρτώμενος Heracles engañado por las huellas</i> de las vacas robadas por Caco, D.H.1.39, οὐχ ὡς [[ἄνθρωπος]] ὁ θεὸς διαρτηθῆναι el dios no puede ser engañado como un hombre</i> [[LXX]] <i>Nu</i>.23.19.<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med. c. dat. [[mantenerse suspenso, ocupado]] διηρτημένων τειχομαχίᾳ τῶν πολεμίων ocupados los enemigos en el asalto de la muralla</i> D.H.1.46.<br /><b class="num">III</b> διαρτωμένων· καταρτιζομένων Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0601.png Seite 601]] 1) (aufhängen, VLL. κρεμᾶν,) in Erwartung, Besorgniß setzen, hinhalten; διηρτημένος ὑπ' | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0601.png Seite 601]] 1) (aufhängen, VLL. κρεμᾶν,) in Erwartung, Besorgniß setzen, hinhalten; διηρτημένος ὑπ' αὐτοῦ, von ihm hingehalten, Dion. Hal. 1, 85, u. öfter; auch τειχομαχίᾳ, damit aufhalten, 1, 46; betrügen, Menand. in VLL,; D. Hal. 1, 39. – 2) zertrennen, scheiden, Strab.; abschneiden, ὁδόν, Plut. Timol. 25; τὰς ἀκολουθίας, unterbrechen, Dion. Hal. de vi Dem. 40; τοῦ διηρτῆσθαι λεγομένουλόγου, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 153. – Nach VLL. auch = [[διαρτίζω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[διαρτῶ]] :<br /><b>1</b> [[écarter]] : τινα ἀπὸ τόπου PLUT qqn d'un lieu;<br /><b>2</b> interrompre (la suite d'un développement).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀρτάω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δι-αρτάω verwijderen, scheiden, met acc. en gen. iets van iets. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαρτάω:'''<br /><b class="num">1</b> [[подвешивать]] (Polyb. - [[varia lectio|v.l.]] [[διαττάω]]);<br /><b class="num">2</b> [[разобщать]], [[отрезывать]] (ὁδὸν τὴν δύναμιν ἀπὸ τῶν Συρακουσῶν Plut.): διηρτῆσθαι Sext. быть (логически) несвязным;<br /><b class="num">3</b> pass. [[быть обманываемым]] Men. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διαρτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εξαρτώ]], [[κρεμώ]], [[διακόπτω]], [[παρεμποδίζω]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποχωρίζω]], στον ίδ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαρτάω''': μέλλ. -ήσω, ἐξαρτῶ, [[κρεμῶ]], Πολύβ. 34. 9, 10· δ. ὁδόν, [[διακόπτω]] (τὴν συγκοινωνίαν), Πλούτ. Τιμολ. 25. 2) κρατῶ τινα μετέωρον, ἀπασχολῶ, τινί, ἔν τινι ἢ διά τινος…, Διον. Ἁλ. 1. 46·― παροδηγῶ, ἐξαπατῶ, Μένανδ. Ἀδήλ. 356. ΙΙ. [[ἀποχωρίζω]], τινα ἀπὸ τόπου Πλούτ. Τιμολ. 25· διηρτημένος Στράβων 234·― [[διακόπτω]], τὰς ἀκολουθίας Διον. Ἁλ. π. Δημ. 40. ΙΙΙ. = [[διαρτίζω]] Ἡσύχ. | |lstext='''διαρτάω''': μέλλ. -ήσω, ἐξαρτῶ, [[κρεμῶ]], Πολύβ. 34. 9, 10· δ. ὁδόν, [[διακόπτω]] (τὴν συγκοινωνίαν), Πλούτ. Τιμολ. 25. 2) κρατῶ τινα μετέωρον, ἀπασχολῶ, τινί, ἔν τινι ἢ διά τινος…, Διον. Ἁλ. 1. 46·― παροδηγῶ, ἐξαπατῶ, Μένανδ. Ἀδήλ. 356. ΙΙ. [[ἀποχωρίζω]], τινα ἀπὸ τόπου Πλούτ. Τιμολ. 25· διηρτημένος Στράβων 234·― [[διακόπτω]], τὰς ἀκολουθίας Διον. Ἁλ. π. Δημ. 40. ΙΙΙ. = [[διαρτίζω]] Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[suspend]], [[interrupt]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> to [[separate]], Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:25, 29 May 2024
English (LSJ)
A suspend, Hsch., dub. l. for διαττᾶσθαι, Plb.34.9.10.
2 keep in suspense, keep engaged, τινί in or by.., D.H.1.46; mislead, deceive, Men.1006.
II to separate, διδύμους Ph.2.303, al., cf. Heliod. ap.Orib.44.10.5; τὴν δύναμιν ἀπὸ Συρακουσῶν Plu.Tim.25; διηρτημένα ἀπ' ἀλλήλων Str.5.3.7: c. gen., σῶμα τοῦ ὅλου διαρτηθέν Ph.2.509; dismember, Plot.6.9.5; interrupt, τὰς ἀκολουθίας D.H.Dem. 40; διηρτημένων τῶν λέξεων forced apart, Id.Comp.20; διηρτημένων… φωνῶν Demetr.Lac.1014.48 F.; διηρτῆσθαι, of argument, to lack connection, be incoherent, διηρτημένα τινὰ καὶ ψευδῆ ib.46F., cf. S.E. P.2.153.
III = καταρτίζω, Hsch. (Pass.).
Spanish (DGE)
I tr.
1 apartar, separar τοσαῦτα, κῆρυξ, ἐξ ἐμοῦ διάρτασον A.Fr.318, διαρτῶντος ... τὴν δύναμιν ἀπὸ τῶν Συρακουσῶν Plu.Tim.25, δίδυμοι ... οὓς ἡ μὲν φύσις ... διήρτησε Ph.2.303, cf. Hsch., en v. pas. διηρτημένα καὶ ἀπ' ἀλλήλων separadas (las colinas) unas de otras Str.5.3.7, σῶμα τοῦ ὅλου διαρτηθέν el cuerpo separado del todo Ph.2.509, en la descripción de una intervención quirúrgica ἅμα δὲ καὶ τῷ δακτύλῳ διαρτάσθω τὸ καταλελειμμένον συνεχὲς σῶμα Orib.44.7.5, τὰ διηρτημένα τῇ φύσει lo que está separado por naturaleza Str.10.5.9.
2 desmembrar, dividir αὐτοχειρίᾳ διαρτῆσαι τὸν ἄνθρωπον Ph.2.165, (τὸ ἕν) οὐ διαρτήσας ἑαυτόν Plot.6.9.5, en v. pas. κατὰ μέλη καὶ μέρη διαρτώμενος Ph.2.68.
3 interrumpir, cortar de abstr. διαρτᾶν τὰς ἀκολουθίας interrumpir la secuencia de los hechos en una narración, D.H.Dem.40.12
•fil. en v. pas. de las premisas de una argumentación estar carentes de consistencia S.E.P.2.153
•part. perf. pas. inconexo, carente de ligazón, mal articulado de argumentos τὰ Εὐφ[ρ] ωνίδου (ποιήματα) διηρτημένα μέν τινα καὶ ψευδῆ ... σημαίνει Demetr.Lac.Po.2.45.6, φωναί en la frase, Demetr.Lac.Po.2.47.6, λέξεις D.H.Comp.20.20.
4 fig. engañar Men.Fr.839, en v. pas. ὁ Ἡρακλῆς ... τοῖς μὲν ἴχνεσι διαρτώμενος Heracles engañado por las huellas de las vacas robadas por Caco, D.H.1.39, οὐχ ὡς ἄνθρωπος ὁ θεὸς διαρτηθῆναι el dios no puede ser engañado como un hombre LXX Nu.23.19.
II intr. en v. med. c. dat. mantenerse suspenso, ocupado διηρτημένων τειχομαχίᾳ τῶν πολεμίων ocupados los enemigos en el asalto de la muralla D.H.1.46.
III διαρτωμένων· καταρτιζομένων Hsch.
German (Pape)
[Seite 601] 1) (aufhängen, VLL. κρεμᾶν,) in Erwartung, Besorgniß setzen, hinhalten; διηρτημένος ὑπ' αὐτοῦ, von ihm hingehalten, Dion. Hal. 1, 85, u. öfter; auch τειχομαχίᾳ, damit aufhalten, 1, 46; betrügen, Menand. in VLL,; D. Hal. 1, 39. – 2) zertrennen, scheiden, Strab.; abschneiden, ὁδόν, Plut. Timol. 25; τὰς ἀκολουθίας, unterbrechen, Dion. Hal. de vi Dem. 40; τοῦ διηρτῆσθαι λεγομένουλόγου, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 153. – Nach VLL. auch = διαρτίζω.
French (Bailly abrégé)
διαρτῶ :
1 écarter : τινα ἀπὸ τόπου PLUT qqn d'un lieu;
2 interrompre (la suite d'un développement).
Étymologie: διά, ἀρτάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-αρτάω verwijderen, scheiden, met acc. en gen. iets van iets.
Russian (Dvoretsky)
διαρτάω:
1 подвешивать (Polyb. - v.l. διαττάω);
2 разобщать, отрезывать (ὁδὸν τὴν δύναμιν ἀπὸ τῶν Συρακουσῶν Plut.): διηρτῆσθαι Sext. быть (логически) несвязным;
3 pass. быть обманываемым Men.
Greek Monotonic
διαρτάω: μέλ. -ήσω,
I. εξαρτώ, κρεμώ, διακόπτω, παρεμποδίζω, σε Πλούτ.
II. αποχωρίζω, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
διαρτάω: μέλλ. -ήσω, ἐξαρτῶ, κρεμῶ, Πολύβ. 34. 9, 10· δ. ὁδόν, διακόπτω (τὴν συγκοινωνίαν), Πλούτ. Τιμολ. 25. 2) κρατῶ τινα μετέωρον, ἀπασχολῶ, τινί, ἔν τινι ἢ διά τινος…, Διον. Ἁλ. 1. 46·― παροδηγῶ, ἐξαπατῶ, Μένανδ. Ἀδήλ. 356. ΙΙ. ἀποχωρίζω, τινα ἀπὸ τόπου Πλούτ. Τιμολ. 25· διηρτημένος Στράβων 234·― διακόπτω, τὰς ἀκολουθίας Διον. Ἁλ. π. Δημ. 40. ΙΙΙ. = διαρτίζω Ἡσύχ.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to suspend, interrupt, Plut.
II. to separate, Plut.