διοίκηση: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(9)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[διοίκησις]]) [[διοικώ]]<br />[[διεύθυνση]], [[διακυβέρνηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> διοικητική [[διαίρεση]] μιας χώρας<br /><b>2.</b> διοικητική [[αρχή]]<br /><b>3.</b> η προϊσταμένη [[αρχή]], το [[σύνολο]] τών προϊσταμένων μιας υπηρεσίας<br /><b>4.</b> το [[κτήριο]] όπου στεγάζεται η [[διοίκηση]], [[διοικητήριο]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επαρχία]] στη [[δικαιοδοσία]] επισκόπου, [[επισκοπή]]<br /><b>2.</b> [[διαχείριση]] εκκλησιαστικής ή μοναστηριακής περιουσίας<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τακτοποίηση]] ή [[συντήρηση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δημόσιαι διοικήσεις» — [[δημόσια]] λειτουργήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συντήρηση]], [[φροντίδα]] σπιτιού<br /><b>2.</b> [[διευθέτηση]] τών αναγκαίων, [[εξοικονόμηση]]<br /><b>3.</b> δαπάνες, έξοδα<br /><b>4.</b> (στη [[Ρώμη]]) μικρή [[επαρχία]]<br /><b>5.</b> [[σύνολο]] επαρχιών<br /><b>6.</b> <b>γεν.</b> [[επιμέλεια]], [[περιποίηση]]<br /><b>7.</b> [[χρηματικός]] [[απολογισμός]]<br /><b>8.</b> [[μίσθωση]], [[νοίκιασμα]] αγρού<br /><b>9.</b> «ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως» — αυτός που διευθύνει τις οικονομικές υπηρεσίες.
|mltxt=η (AM [[διοίκησις]]) [[διοικώ]]<br />[[διεύθυνση]], [[διακυβέρνηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> διοικητική [[διαίρεση]] μιας χώρας<br /><b>2.</b> διοικητική [[αρχή]]<br /><b>3.</b> η προϊσταμένη [[αρχή]], το [[σύνολο]] τών προϊσταμένων μιας υπηρεσίας<br /><b>4.</b> το [[κτήριο]] όπου στεγάζεται η [[διοίκηση]], [[διοικητήριο]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επαρχία]] στη [[δικαιοδοσία]] επισκόπου, [[επισκοπή]]<br /><b>2.</b> [[διαχείριση]] εκκλησιαστικής ή μοναστηριακής περιουσίας<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τακτοποίηση]] ή [[συντήρηση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δημόσιαι διοικήσεις» — [[δημόσια]] λειτουργήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συντήρηση]], [[φροντίδα]] σπιτιού<br /><b>2.</b> [[διευθέτηση]] τών αναγκαίων, [[εξοικονόμηση]]<br /><b>3.</b> δαπάνες, έξοδα<br /><b>4.</b> (στη [[Ρώμη]]) μικρή [[επαρχία]]<br /><b>5.</b> [[σύνολο]] επαρχιών<br /><b>6.</b> <b>γεν.</b> [[επιμέλεια]], [[περιποίηση]]<br /><b>7.</b> [[χρηματικός]] [[απολογισμός]]<br /><b>8.</b> [[μίσθωση]], [[νοίκιασμα]] αγρού<br /><b>9.</b> «ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως» — αυτός που διευθύνει τις οικονομικές υπηρεσίες.
}}
{{trml
|trtx====[[administration]]===
Albanian: qeveri Government, administratë; Arabic: إِدَارَة, مُرَاقَبَة; Armenian: վարչարարություն, կառավարում; Bavarian: Vawoitung; Belarusian: адміністрацыя, кіраўні́цтва; Bulgarian: управление, ръководство; Catalan: administració; Chechen: администраци, ӏедал; Chinese Mandarin: 行政, 管理; Czech: správa, administrativa; Danish: administration; Dutch: [[administratie]]; Esperanto: administrantaro, administracio; Estonian: administratsioon, haldamine; Finnish: hallinto, hallintotoimi; French: [[administration]]; Galician: administración; Georgian: ადმინისტრირება, ადმინისტრაცია, მართვა, ხელმძღვანელობა; German: [[Verwaltung]], [[Administration]]; Alemannic German: Verwautig; Greek: [[διαχείριση]]; Ancient Greek: [[διοίκησις]]; Greenlandic: allaffeqarfik; Haitian Creole: administrasyon; Hindi: निर्वाह; Hungarian: adminisztráció, igazgatás, gazdálkodás, kezelés, szervezés, intézés; Indonesian: administrasi; Italian: [[amministrazione]]; Japanese: 管理; Korean: 관리(管理); Latin: [[administratio]]; Latvian: pārvalde, administrācija, vadība; Lithuanian: administracija; Macedonian: администрација; Malay: pentadbiran, administrasi; Malayalam: കാര്യനിർവഹണം; Maori: minitatanga; Northern Sami: administrašuvdna; Norwegian Bokmål: administrasjon, forvaltning; Nynorsk: administrasjon, forvalting, forvaltning; Persian: اِدارِه; Polish: administracja; Portuguese: [[administração]]; Romanian: administrare; Russian: [[администрация]], [[управление]], [[руководство]]; Scottish Gaelic: riaghladh; Serbo-Croatian Cyrillic: администрација; Roman: administrácija; Sindhi: انتظامڪاري; Slovak: správa; Slovene: uprava; Spanish: [[administración]]; Swedish: administration, förvaltning; Tagalog: administrasyon, pangasiwaan; Telugu: నిర్వాహము; Tetum: administrasaun; Turkish: idare, yönetim; Ukrainian: адміністрація, управлі́ння, керівництво; Vietnamese: quản lý, sự quản lý; Yiddish: אַדמיניסטראַציע
}}
}}

Latest revision as of 08:24, 3 June 2024

Greek Monolingual

η (AM διοίκησις) διοικώ
διεύθυνση, διακυβέρνηση
νεοελλ.
1. διοικητική διαίρεση μιας χώρας
2. διοικητική αρχή
3. η προϊσταμένη αρχή, το σύνολο τών προϊσταμένων μιας υπηρεσίας
4. το κτήριο όπου στεγάζεται η διοίκηση, διοικητήριο
αρχ.-μσν.
1. επαρχία στη δικαιοδοσία επισκόπου, επισκοπή
2. διαχείριση εκκλησιαστικής ή μοναστηριακής περιουσίας
μσν.
1. τακτοποίηση ή συντήρηση
2. φρ. «δημόσιαι διοικήσεις» — δημόσια λειτουργήματα
αρχ.
1. συντήρηση, φροντίδα σπιτιού
2. διευθέτηση τών αναγκαίων, εξοικονόμηση
3. δαπάνες, έξοδα
4. (στη Ρώμη) μικρή επαρχία
5. σύνολο επαρχιών
6. γεν. επιμέλεια, περιποίηση
7. χρηματικός απολογισμός
8. μίσθωση, νοίκιασμα αγρού
9. «ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως» — αυτός που διευθύνει τις οικονομικές υπηρεσίες.

Translations

administration

Albanian: qeveri Government, administratë; Arabic: إِدَارَة, مُرَاقَبَة; Armenian: վարչարարություն, կառավարում; Bavarian: Vawoitung; Belarusian: адміністрацыя, кіраўні́цтва; Bulgarian: управление, ръководство; Catalan: administració; Chechen: администраци, ӏедал; Chinese Mandarin: 行政, 管理; Czech: správa, administrativa; Danish: administration; Dutch: administratie; Esperanto: administrantaro, administracio; Estonian: administratsioon, haldamine; Finnish: hallinto, hallintotoimi; French: administration; Galician: administración; Georgian: ადმინისტრირება, ადმინისტრაცია, მართვა, ხელმძღვანელობა; German: Verwaltung, Administration; Alemannic German: Verwautig; Greek: διαχείριση; Ancient Greek: διοίκησις; Greenlandic: allaffeqarfik; Haitian Creole: administrasyon; Hindi: निर्वाह; Hungarian: adminisztráció, igazgatás, gazdálkodás, kezelés, szervezés, intézés; Indonesian: administrasi; Italian: amministrazione; Japanese: 管理; Korean: 관리(管理); Latin: administratio; Latvian: pārvalde, administrācija, vadība; Lithuanian: administracija; Macedonian: администрација; Malay: pentadbiran, administrasi; Malayalam: കാര്യനിർവഹണം; Maori: minitatanga; Northern Sami: administrašuvdna; Norwegian Bokmål: administrasjon, forvaltning; Nynorsk: administrasjon, forvalting, forvaltning; Persian: اِدارِه; Polish: administracja; Portuguese: administração; Romanian: administrare; Russian: администрация, управление, руководство; Scottish Gaelic: riaghladh; Serbo-Croatian Cyrillic: администрација; Roman: administrácija; Sindhi: انتظامڪاري; Slovak: správa; Slovene: uprava; Spanish: administración; Swedish: administration, förvaltning; Tagalog: administrasyon, pangasiwaan; Telugu: నిర్వాహము; Tetum: administrasaun; Turkish: idare, yönetim; Ukrainian: адміністрація, управлі́ння, керівництво; Vietnamese: quản lý, sự quản lý; Yiddish: אַדמיניסטראַציע