ἀντιστάτης: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(3) |
mNo edit summary |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ἀντιστᾰ́της | ||
|Medium diacritics=ἀντιστάτης | |Medium diacritics=ἀντιστάτης | ||
|Low diacritics=αντιστάτης | |Low diacritics=αντιστάτης | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antistatis | |Transliteration C=antistatis | ||
|Beta Code=a)ntista/ths | |Beta Code=a)ntista/ths | ||
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, <span class=" | |Definition=[ᾰ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[opponent]], [[adversary]], A.''Th.''518, Plu.2.1084b.<br><span class="bld">II</span> [[vertical beam]] in plinth of torsion-engine, Hero ''Bel.''91.11. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> [[oponente]], [[adversario]] εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ' ἀντιστάτας A.<i>Th</i>.517, ὄχλον ἀντιστάτην de animales, Plu.2.1084b, cf. Lesb.Rh.2.15, Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[viga vertical]] en una máquina de torsión, Hero <i>Bel</i>.91.9. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[adversaire]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνθίστημι]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>[[Gegner]], [[Widersacher]]</i>, [[ἀνήρ]] Aesch. <i>Spt</i>. 499; τινί Plut. <i>adv. Stoic</i>. 45. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιστάτης:''' ου ὁ [[противник]] Aesch., Plut. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀντιστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ἐνάντιος, [[ἐχθρός]], Αἰσχυλ. Θ. 518, Πλούτ. 2.1084Β. ΙΙ. [[ὑποστήριγμα]], Ἡρών Βελοπ. 131 κἑξ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[ἀντιστάτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δοκάρι]] που τοποθετείται [[λοξά]] για να στηρίξει το μακρύ και οριζόντιο [[δοκάρι]] του ξύλινου σκελετού της στέγης<br /><b>μσν.</b><br />[[δαίμονας]], [[σατανάς]]<br />(μσν. -αρχ.) αυτός που εναντιώνεται στον ανώτερο του, [[επαναστάτης]], [[αντάρτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />ξύλινο [[στήριγμα]], [[αντηρίδα]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντιστάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ (ἀνθίσταμαι), [[αντίπαλος]], [[αντίμαχος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:41, 28 June 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A opponent, adversary, A.Th.518, Plu.2.1084b.
II vertical beam in plinth of torsion-engine, Hero Bel.91.11.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 oponente, adversario εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ' ἀντιστάτας A.Th.517, ὄχλον ἀντιστάτην de animales, Plu.2.1084b, cf. Lesb.Rh.2.15, Hsch.
2 viga vertical en una máquina de torsión, Hero Bel.91.9.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
adversaire.
Étymologie: ἀνθίστημι.
German (Pape)
ὁ, Gegner, Widersacher, ἀνήρ Aesch. Spt. 499; τινί Plut. adv. Stoic. 45.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιστάτης: ου ὁ противник Aesch., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ἐνάντιος, ἐχθρός, Αἰσχυλ. Θ. 518, Πλούτ. 2.1084Β. ΙΙ. ὑποστήριγμα, Ἡρών Βελοπ. 131 κἑξ.
Greek Monolingual
ο (AM ἀντιστάτης)
νεοελλ.
δοκάρι που τοποθετείται λοξά για να στηρίξει το μακρύ και οριζόντιο δοκάρι του ξύλινου σκελετού της στέγης
μσν.
δαίμονας, σατανάς
(μσν. -αρχ.) αυτός που εναντιώνεται στον ανώτερο του, επαναστάτης, αντάρτης
αρχ.
ξύλινο στήριγμα, αντηρίδα.
Greek Monotonic
ἀντιστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἀνθίσταμαι), αντίπαλος, αντίμαχος, σε Αισχύλ.