παραδόσιμος: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
mNo edit summary Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paradosimos | |Transliteration C=paradosimos | ||
|Beta Code=parado/simos | |Beta Code=parado/simos | ||
|Definition= | |Definition=παραδόσιμον, [[handed down]], [[transmitted]], [[hereditary]], [[δόξα]], [[φήμη]], Plb.6.54.2, 12.5.5, etc.; <b class="b3">παραδόσιμος στήλη</b> [[commemorative]] [[tablet]], Id.12.10.9; <b class="b3">παραδόσιμον ἔχειν τι</b> [[handed down by tradition]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.56; [[παραδόσιμα]], τά, [[temple-property handed down]], IG7.303.8 (Orop.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0477.png Seite 477]] was überliefert werden kann, τοῖς ἐπιγιγνομένοις, Pol. 6, 54, 2; überliefert, παραδόσιμον ἔχειν ἐκ παλαιῶν χρόνων τὴν τούτων τῶν θεῶν παρουσίαν, D. Sic. 4, 56, vgl. 5, 77; – der ausgeliefert wird, 16, 92; – [[στήλη]], überliefernd, Denksäule, Pol. 12, 11, 9. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0477.png Seite 477]] was überliefert werden kann, τοῖς ἐπιγιγνομένοις, Pol. 6, 54, 2; überliefert, παραδόσιμον ἔχειν ἐκ παλαιῶν χρόνων τὴν τούτων τῶν θεῶν παρουσίαν, D. Sic. 4, 56, vgl. 5, 77; – der ausgeliefert wird, 16, 92; – [[στήλη]], überliefernd, Denksäule, Pol. 12, 11, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui passe de main en main]], [[qui se transmet par succession]], [[héréditaire]];<br /><b>2</b> [[qui transmet un souvenir]], [[commémoratif]].<br />'''Étymologie:''' [[παραδίδωμι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραδόσῐμος:'''<br /><b class="num">1</b> [[передаваемый из рода в род]], [[переходящий по наследству]] ([[φήμη]], [[δόξα]] Polyb.): παραδόσιμον ἔχειν τι ἐκ παλαιῶν χρόνων Diod. унаследовать что-л. с древнейших времен;<br /><b class="num">2</b> [[увековечивающий]], [[памятный]] ([[στήλη]] Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραδόσῐμος''': -ον, ὃν δύναταί τις ἢ πρέπει νὰ παραδώσῃ, ὁ μεταδιδόμενος, [[κληρονομικός]], [[δόξα]], [[φήμη]] Πολύβ. 6. 54, 2, κτλ.· π. [[στήλη]], ἀναμνηστικὴ στ., [[μνημεῖον]], ὁ αὐτ. 12. 11, 9· π. ἔχειν τι, διὰ παραδόσεως μεταδοθέν, κατὰ παράδοσιν, Διόδ. 4. 56· - παραδόσιμα, κατάλογοι ἀπογραφῆς, (ἴδε [[παραδίδωμι]] Ι. 1), Συλλ. Ἐπιγραφ. 1570a. 8. | |lstext='''παραδόσῐμος''': -ον, ὃν δύναταί τις ἢ πρέπει νὰ παραδώσῃ, ὁ μεταδιδόμενος, [[κληρονομικός]], [[δόξα]], [[φήμη]] Πολύβ. 6. 54, 2, κτλ.· π. [[στήλη]], ἀναμνηστικὴ στ., [[μνημεῖον]], ὁ αὐτ. 12. 11, 9· π. ἔχειν τι, διὰ παραδόσεως μεταδοθέν, κατὰ παράδοσιν, Διόδ. 4. 56· - παραδόσιμα, κατάλογοι ἀπογραφῆς, (ἴδε [[παραδίδωμι]] Ι. 1), Συλλ. Ἐπιγραφ. 1570a. 8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραδόσῐμος:''' -ον, αυτός που μπορεί να παραδοθεί, [[κληρονομικός]], σε Πολύβ. | |lsmtext='''παραδόσῐμος:''' -ον, αυτός που μπορεί να παραδοθεί, [[κληρονομικός]], σε Πολύβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=παραδόσῐμος, ον,<br />handed [[down]], [[hereditary]], Polyb. | |mdlsjtxt=παραδόσῐμος, ον,<br />handed [[down]], [[hereditary]], Polyb. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[hereditary]]=== | |||
Armenian: ժառանգական; Asturian: hereditariu; Belarusian: спадчынны, спадкавы; Bulgarian: наследствен; Catalan: hereditari; Chinese Mandarin: [[遺傳的]], [[遗传的]], [[遺留的]], [[遗留的]]; Czech: dědičný; Danish: arvelig; Dutch: [[erfelijk]]; Finnish: perintö-, perintönä saatu; Georgian: სამემკვიდრეო; German: [[erblich]]; Greek: [[κληρονομικός]]; Ancient Greek: [[ἐγγενικός]], [[κατὰ γένος]], [[κληρονομικός]], [[παραδόσιμος]], [[παραδόχιμος]], [[πατρικός]], [[πάτριος]], [[πατρῷος]], [[συγγενικός]]; Hindi: ख़ानदानी, आनुवंशिक, वंशागत, पुश्तैनी, मौरूसी, वंशानुक्रमिक; Ido: heredala; Italian: [[ereditario]]; Luxembourgish: ierflech; Macedonian: наследен; Norwegian Bokmål: arvelig; Polish: dziedziczny; Portuguese: [[hereditário]]; Romanian: ereditar; Russian: [[наследственный]]; Serbo-Croatian Cyrillic: наследан, насљедан; Roman: následan, násljedan; Sicilian: riditaru; Slovak: zdedený, dedený, dedičný; Slovene: deden; Spanish: [[heredado]], [[hereditario]]; Swedish: ärftlig; Tagalog: manahin; Ukrainian: спадковий, спадкоє́мний; Welsh: etifeddol | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:35, 26 July 2024
English (LSJ)
παραδόσιμον, handed down, transmitted, hereditary, δόξα, φήμη, Plb.6.54.2, 12.5.5, etc.; παραδόσιμος στήλη commemorative tablet, Id.12.10.9; παραδόσιμον ἔχειν τι handed down by tradition, D.S.4.56; παραδόσιμα, τά, temple-property handed down, IG7.303.8 (Orop.).
German (Pape)
[Seite 477] was überliefert werden kann, τοῖς ἐπιγιγνομένοις, Pol. 6, 54, 2; überliefert, παραδόσιμον ἔχειν ἐκ παλαιῶν χρόνων τὴν τούτων τῶν θεῶν παρουσίαν, D. Sic. 4, 56, vgl. 5, 77; – der ausgeliefert wird, 16, 92; – στήλη, überliefernd, Denksäule, Pol. 12, 11, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui passe de main en main, qui se transmet par succession, héréditaire;
2 qui transmet un souvenir, commémoratif.
Étymologie: παραδίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
παραδόσῐμος:
1 передаваемый из рода в род, переходящий по наследству (φήμη, δόξα Polyb.): παραδόσιμον ἔχειν τι ἐκ παλαιῶν χρόνων Diod. унаследовать что-л. с древнейших времен;
2 увековечивающий, памятный (στήλη Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
παραδόσῐμος: -ον, ὃν δύναταί τις ἢ πρέπει νὰ παραδώσῃ, ὁ μεταδιδόμενος, κληρονομικός, δόξα, φήμη Πολύβ. 6. 54, 2, κτλ.· π. στήλη, ἀναμνηστικὴ στ., μνημεῖον, ὁ αὐτ. 12. 11, 9· π. ἔχειν τι, διὰ παραδόσεως μεταδοθέν, κατὰ παράδοσιν, Διόδ. 4. 56· - παραδόσιμα, κατάλογοι ἀπογραφῆς, (ἴδε παραδίδωμι Ι. 1), Συλλ. Ἐπιγραφ. 1570a. 8.
Greek Monolingual
-η, -ο / παραδόσιμος, -ον, ΝΑ παράδοσις
αυτός τον οποίο μπορεί ή πρέπει να παραδώσει κάποιος («παραδόσιμος φήμη», Πολ.)
αρχ.
1. πατροπαράδοτος
2. αναμνηστικός («παραδόσιμος στήλη», Πολ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραδόσιμα
οι κατάλογοι της απογραφής της περιουσίας.
Greek Monotonic
παραδόσῐμος: -ον, αυτός που μπορεί να παραδοθεί, κληρονομικός, σε Πολύβ.
Middle Liddell
παραδόσῐμος, ον,
handed down, hereditary, Polyb.
Translations
hereditary
Armenian: ժառանգական; Asturian: hereditariu; Belarusian: спадчынны, спадкавы; Bulgarian: наследствен; Catalan: hereditari; Chinese Mandarin: 遺傳的, 遗传的, 遺留的, 遗留的; Czech: dědičný; Danish: arvelig; Dutch: erfelijk; Finnish: perintö-, perintönä saatu; Georgian: სამემკვიდრეო; German: erblich; Greek: κληρονομικός; Ancient Greek: ἐγγενικός, κατὰ γένος, κληρονομικός, παραδόσιμος, παραδόχιμος, πατρικός, πάτριος, πατρῷος, συγγενικός; Hindi: ख़ानदानी, आनुवंशिक, वंशागत, पुश्तैनी, मौरूसी, वंशानुक्रमिक; Ido: heredala; Italian: ereditario; Luxembourgish: ierflech; Macedonian: наследен; Norwegian Bokmål: arvelig; Polish: dziedziczny; Portuguese: hereditário; Romanian: ereditar; Russian: наследственный; Serbo-Croatian Cyrillic: наследан, насљедан; Roman: následan, násljedan; Sicilian: riditaru; Slovak: zdedený, dedený, dedičný; Slovene: deden; Spanish: heredado, hereditario; Swedish: ärftlig; Tagalog: manahin; Ukrainian: спадковий, спадкоє́мний; Welsh: etifeddol