παρακέλευσις: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parakelefsis | |Transliteration C=parakelefsis | ||
|Beta Code=parake/leusis | |Beta Code=parake/leusis | ||
|Definition= | |Definition=παρακελεύσεως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[cheering on]], [[exhorting]], Th.7.70; διδαχὴν ἅμα τῇ παρακελεύσει ποιεῖσθαι Id.4.126; ἐκ παρακελεύσεως Id.7.40; π. τοῦ μὴ ποιεῖν δεῖσθαι Phld.''Oec.'' p.36 J.; <b class="b3">τυφλοῦ παρακέλευσις</b> [[advice]] given by a [[blind]] man, [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''209e: pl., [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.3.50, Isoc.9.31, etc.<br><span class="bld">II</span> [[factious]] [[combination]] for [[election]]s, ἐκ παρακελεύσεως ἢ καὶ δεκασμοῦ D.C.53.21. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παρακέλευσις | |elnltext=παρακέλευσις παρακελεύσεως, ἡ [[παρακελεύω]] [[aanmoediging]], [[advies]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παρακέλευσις:''' | |elrutext='''παρακέλευσις:''' παρακελεύσεως ἡ [[побуждение]], [[увещевание]] или [[призыв]] (π. καὶ [[βοή]] Thuc.; αἱ παρακελεύσεις καὶ ἀπειλαί Plat.; πληγῇ καὶ παρακελεύσει χρῇσθαι Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρακέλευσις''': | |lstext='''παρακέλευσις''': παρακελεύσεως, ἡ, τὸ παρακελεύεσθαί τινι, παραθάρρυνσις, [[προτροπή]], [[παραίνεσις]], Θουκ. 7. 70· διδαχὴν ἅμα τῇ π. ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 4. 126· τυφλοῦ π., συμβουλὴ ἣν παρέχει [[τυφλός]], Πλάτ. Θεαίτ. 209Ε· ἐν τῷ πληθ, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 50, κτλ. ΙΙ. φατριαστικὴ συνεννόησις ἢ συνδυασμὸς πρὸς ἐκλογάς, ἐκ π. ἢ καὶ δεκασμοῦ Δίων Κ. 53. 21· - οὕτω [[παρακελευστός]], ὁ φατριαστικῶς ἐκλεχθείς, ὁ αὐτ. 39. 18. Πρβλ. [[παρακελευσμός]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=- | |mltxt=-παρακελεύσεως, ή Α [[παρακελεύομαι]]<br /><b>1.</b> [[προτροπή]], [[ενθάρρυνση]], [[εγκαρδίωση]], [[παρακίνηση]]<br /><b>2.</b> [[παραίνεση]], [[συμβουλή]]<br /><b>3.</b> φατριαστική [[συνεννόηση]], [[συνδυασμός]] για εκλογές («ἐκ παρακελεύσεως ἤ καὶ δεκασμοῦ ἀποδεικνύωνται», Δίων Κάσσ). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρακέλευσις:''' | |lsmtext='''παρακέλευσις:''' παρακελεύσεως, ἡ, [[παραίνεση]], [[ενθάρρυνση]], [[προτροπή]], [[συμβουλή]], [[παρώθηση]], σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[παρακέλευσις]], | |mdlsjtxt=[[παρακέλευσις]], παρακελεύσεως,<br />a [[calling]] out to, [[cheering]] on, exhorting, addressing, Thuc., Xen. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[encouragement]], [[exhortation]], [[cheering words]], [[encouraging words]] | |woodrun=[[encouragement]], [[exhortation]], [[cheering words]], [[encouraging words]] | ||
}} | }} |
Revision as of 05:42, 9 September 2024
English (LSJ)
παρακελεύσεως, ἡ,
A cheering on, exhorting, Th.7.70; διδαχὴν ἅμα τῇ παρακελεύσει ποιεῖσθαι Id.4.126; ἐκ παρακελεύσεως Id.7.40; π. τοῦ μὴ ποιεῖν δεῖσθαι Phld.Oec. p.36 J.; τυφλοῦ παρακέλευσις advice given by a blind man, Pl.Tht.209e: pl., X.Cyr.3.3.50, Isoc.9.31, etc.
II factious combination for elections, ἐκ παρακελεύσεως ἢ καὶ δεκασμοῦ D.C.53.21.
German (Pape)
[Seite 482] ἡ, das Zurufen, Ermuntern; Thuc. 4, 156; καὶ βοή, 7, 70; καὶ ἀπειλαί, Plat. Tim. 70 b; Isocr. 4, 97, im plur.; Xen. Cyr. 3, 3, 50; Sp., wie Plut. Rom. 18; Aufwiegelung, D. C. 53, 21.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
instruction, recommandation, exhortation.
Étymologie: παρακελεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρακέλευσις παρακελεύσεως, ἡ παρακελεύω aanmoediging, advies.
Russian (Dvoretsky)
παρακέλευσις: παρακελεύσεως ἡ побуждение, увещевание или призыв (π. καὶ βοή Thuc.; αἱ παρακελεύσεις καὶ ἀπειλαί Plat.; πληγῇ καὶ παρακελεύσει χρῇσθαι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
παρακέλευσις: παρακελεύσεως, ἡ, τὸ παρακελεύεσθαί τινι, παραθάρρυνσις, προτροπή, παραίνεσις, Θουκ. 7. 70· διδαχὴν ἅμα τῇ π. ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 4. 126· τυφλοῦ π., συμβουλὴ ἣν παρέχει τυφλός, Πλάτ. Θεαίτ. 209Ε· ἐν τῷ πληθ, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 50, κτλ. ΙΙ. φατριαστικὴ συνεννόησις ἢ συνδυασμὸς πρὸς ἐκλογάς, ἐκ π. ἢ καὶ δεκασμοῦ Δίων Κ. 53. 21· - οὕτω παρακελευστός, ὁ φατριαστικῶς ἐκλεχθείς, ὁ αὐτ. 39. 18. Πρβλ. παρακελευσμός.
Greek Monolingual
-παρακελεύσεως, ή Α παρακελεύομαι
1. προτροπή, ενθάρρυνση, εγκαρδίωση, παρακίνηση
2. παραίνεση, συμβουλή
3. φατριαστική συνεννόηση, συνδυασμός για εκλογές («ἐκ παρακελεύσεως ἤ καὶ δεκασμοῦ ἀποδεικνύωνται», Δίων Κάσσ).
Greek Monotonic
παρακέλευσις: παρακελεύσεως, ἡ, παραίνεση, ενθάρρυνση, προτροπή, συμβουλή, παρώθηση, σε Θουκ., Ξεν.
Middle Liddell
παρακέλευσις, παρακελεύσεως,
a calling out to, cheering on, exhorting, addressing, Thuc., Xen.
English (Woodhouse)
encouragement, exhortation, cheering words, encouraging words