retirarse: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀποστατέω]], [[ἀποκινέω]], [[εἴκω]], [[ἀντιπερισπάω]], [[ἀποτρέχω]], [[ἀπορούω]], [[ἀναστρωφάω]], [[ἐκκλίνω]], [[ἀποκαλύπτω]], [[ἀπανίστημι]], [[ἀπαλλάσσω]], [[διαφθείρω]], [[ἀναδύομαι]], [[ἀφίστημι]], [[ἀλεύω]], [[ἐξαμείβω]], [[ἀποχωρέω]], [[ἄπειμι]], [[ἀποστείχω]], [[ἀνίστημι]], [[ἀναζεύγνυμι]], [[ἀνάγω]], [[ἀπάγω]], [[ἀποστέλλω]], [[ἀποβαίνω]], [[ἀφέρπω]], [[ἐκχωρέω]], [[ἀμεριμνέω]], [[διαχωρέω]], [[ἀποτάσσω]], [[ἀναχώρησιν ποιεῖσθαι]], [[ἀπερωέω]], [[αὐχάττω]], [[ἐξαμεύω]], [[ἀποχάζομαι]], [[ἐξαναχωρέω]], [[ἀνακλέπτω]], [[ἀναχαιτίζω]], [[διακρίνω]], [[ἀποχωρίζω]], [[ἀπολύω]], [[ἀναλύω]], [[ἀναχωρέω]], [[ | |sltx=[[ἀποστατέω]], [[ἀποκινέω]], [[εἴκω]], [[ἀντιπερισπάω]], [[ἀποτρέχω]], [[ἀπορούω]], [[ἀναστρωφάω]], [[ἐκκλίνω]], [[ἀποκαλύπτω]], [[ἀπανίστημι]], [[ἀπαλλάσσω]], [[διαφθείρω]], [[ἀναδύομαι]], [[ἀφίστημι]], [[ἀλεύω]], [[ἐξαμείβω]], [[ἀποχωρέω]], [[ἄπειμι]], [[ἀποστείχω]], [[ἀνίστημι]], [[ἀναζεύγνυμι]], [[ἀνάγω]], [[ἀπάγω]], [[ἀποστέλλω]], [[ἀποβαίνω]], [[ἀφέρπω]], [[ἐκχωρέω]], [[ἀμεριμνέω]], [[διαχωρέω]], [[ἀποτάσσω]], [[ἀναχώρησιν ποιεῖσθαι]], [[ἀπερωέω]], [[αὐχάττω]], [[ἐξαμεύω]], [[ἀποχάζομαι]], [[ἐξαναχωρέω]], [[ἀνακλέπτω]], [[ἀναχαιτίζω]], [[διακρίνω]], [[ἀποχωρίζω]], [[ἀπολύω]], [[ἀναλύω]], [[ἀναχωρέω]], [[ἀναστέλλομαι]], [[ἀνακομίζω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:46, 16 September 2024
Spanish > Greek
ἀποστατέω, ἀποκινέω, εἴκω, ἀντιπερισπάω, ἀποτρέχω, ἀπορούω, ἀναστρωφάω, ἐκκλίνω, ἀποκαλύπτω, ἀπανίστημι, ἀπαλλάσσω, διαφθείρω, ἀναδύομαι, ἀφίστημι, ἀλεύω, ἐξαμείβω, ἀποχωρέω, ἄπειμι, ἀποστείχω, ἀνίστημι, ἀναζεύγνυμι, ἀνάγω, ἀπάγω, ἀποστέλλω, ἀποβαίνω, ἀφέρπω, ἐκχωρέω, ἀμεριμνέω, διαχωρέω, ἀποτάσσω, ἀναχώρησιν ποιεῖσθαι, ἀπερωέω, αὐχάττω, ἐξαμεύω, ἀποχάζομαι, ἐξαναχωρέω, ἀνακλέπτω, ἀναχαιτίζω, διακρίνω, ἀποχωρίζω, ἀπολύω, ἀναλύω, ἀναχωρέω, ἀναστέλλομαι, ἀνακομίζω