salir: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
(3) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[διεξοδεύω]], [[διαβαίνω]], [[ἀποσπάω]], [[διαπεράω]], [[ἐκρέω]], [[ἐκφλυνδάνω]], [[ἐκβλήσκομαι]], [[ἐκπίπτω]], [[ἐκδύνω]], [[ἐκφύω]], [[γεννάω]], [[ἐκφεύγω]], [[ἀνατέλλω]], [[ἐξανίστημι]], [[ἐκπορεύω]], [[ἐκκρούω]], [[εἶμι]], [[δίειμι]], [[ἐκφοιτάω]], [[ἀποχωρέω]], [[ἄπειμι]], [[διεκθέω]], [[ἐναντέλλω]], [[ἐξανίσχω]], [[ἀναπηδάω]], [[ἀποιχάζω]], [[ἀποβαίνω]], [[ἐκχωρέω]], [[ἐκπροθρῴσκω]], [[ἀφορμάω]], [[διεκπίπτω]], [[διεκπορεύομαι]], [[ἐκπορίζω]], [[διεξέρχομαι]], [[ἐξάνειμι]], [[ἐκφαίνω]], [[ἐξαιρέω]], [[ἀπεκβαίνω]], [[ἀνακύπτω]], [[ἐξάγω]], [[ἐκκίω]], [[ἐκβάω]], [[διεκτρυπάω]], [[ἀναπηγάζω]], [[διεκδύνω]], [[διέξειμι]], [[ἀντεκφύομαι]], [[ἐκσεύομαι]], [[ἐκβαίνω]], [[ἄνειμι]], [[ᾄσσω]], [[ἐκθρῴσκω]], [[ἐκπηδάω]], [[ἀνατρέχω]], [[ἀναβαίνω]], [[ἀννέομαι]], [[ἀναστείχω]], [[ἀνέρχομαι]], [[ἐκπεράω]] | |sltx=[[διεξοδεύω]], [[διαβαίνω]], [[ἀποσπάω]], [[διαπεράω]], [[ἐκρέω]], [[ἐκφλυνδάνω]], [[ἐκβλήσκομαι]], [[ἐκπίπτω]], [[ἐκδύνω]], [[ἐκφύω]], [[γεννάω]], [[ἐκφεύγω]], [[ἀνατέλλω]], [[ἐξανίστημι]], [[ἐκπορεύω]], [[ἐκκρούω]], [[εἶμι]], [[δίειμι]], [[ἐκφοιτάω]], [[ἀποχωρέω]], [[ἄπειμι]], [[διεκθέω]], [[ἐναντέλλω]], [[ἐξανίσχω]], [[ἀναπηδάω]], [[ἀποιχάζω]], [[ἀποβαίνω]], [[ἐκχωρέω]], [[ἐκπροθρῴσκω]], [[ἀφορμάω]], [[διεκπίπτω]], [[διεκπορεύομαι]], [[ἐκπορίζω]], [[διεξέρχομαι]], [[ἐξάνειμι]], [[ἐκφαίνω]], [[ἐξαιρέω]], [[ἀπεκβαίνω]], [[ἀνακύπτω]], [[ἐξάγω]], [[ἐκκίω]], [[ἐκβάω]], [[διεκτρυπάω]], [[ἀναπηγάζω]], [[διεκδύνω]], [[διέξειμι]], [[ἀντεκφύομαι]], [[ἐκσεύομαι]], [[ἐκβαίνω]], [[ἄνειμι]], [[ἄττω]], [[ᾄττω]], [[ᾄσσω]], [[ἀΐσσω]], [[ἐκθρῴσκω]], [[ἐκπηδάω]], [[ἀνατρέχω]], [[ἀναβαίνω]], [[ἀννέομαι]], [[ἀναστείχω]], [[ἀνέρχομαι]], [[ἐκπεράω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:44, 16 September 2024
Spanish > Greek
διεξοδεύω, διαβαίνω, ἀποσπάω, διαπεράω, ἐκρέω, ἐκφλυνδάνω, ἐκβλήσκομαι, ἐκπίπτω, ἐκδύνω, ἐκφύω, γεννάω, ἐκφεύγω, ἀνατέλλω, ἐξανίστημι, ἐκπορεύω, ἐκκρούω, εἶμι, δίειμι, ἐκφοιτάω, ἀποχωρέω, ἄπειμι, διεκθέω, ἐναντέλλω, ἐξανίσχω, ἀναπηδάω, ἀποιχάζω, ἀποβαίνω, ἐκχωρέω, ἐκπροθρῴσκω, ἀφορμάω, διεκπίπτω, διεκπορεύομαι, ἐκπορίζω, διεξέρχομαι, ἐξάνειμι, ἐκφαίνω, ἐξαιρέω, ἀπεκβαίνω, ἀνακύπτω, ἐξάγω, ἐκκίω, ἐκβάω, διεκτρυπάω, ἀναπηγάζω, διεκδύνω, διέξειμι, ἀντεκφύομαι, ἐκσεύομαι, ἐκβαίνω, ἄνειμι, ἄττω, ᾄττω, ᾄσσω, ἀΐσσω, ἐκθρῴσκω, ἐκπηδάω, ἀνατρέχω, ἀναβαίνω, ἀννέομαι, ἀναστείχω, ἀνέρχομαι, ἐκπεράω