φασίολος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fasiolos
|Transliteration C=fasiolos
|Beta Code=fasi/olos
|Beta Code=fasi/olos
|Definition=ὁ, = [[φάσηλος]] 1, Poll.1.247, Gal.6.542, 545,557, 11.891, interpol. post Dsc.2.107: φασίωλος ''Edict.Diocl.''1.21 (Aeg.); πασίολος ib.6.33: φασιούλυος ''Hippiatr.''130,134.
|Definition=ὁ, = [[φάσηλος]] 1, Poll.1.247, Gal.6.542, 545,557, 11.891, interpol. post Dsc.2.107: [[φασίωλος]] ''Edict.Diocl.''1.21 (Aeg.); [[πασίολος]] ib.6.33: [[φασιούλυος]] ''Hippiatr.''130,134.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 04:33, 18 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰσίολος Medium diacritics: φασίολος Low diacritics: φασίολος Capitals: ΦΑΣΙΟΛΟΣ
Transliteration A: phasíolos Transliteration B: phasiolos Transliteration C: fasiolos Beta Code: fasi/olos

English (LSJ)

ὁ, = φάσηλος 1, Poll.1.247, Gal.6.542, 545,557, 11.891, interpol. post Dsc.2.107: φασίωλος Edict.Diocl.1.21 (Aeg.); πασίολος ib.6.33: φασιούλυος Hippiatr.130,134.

German (Pape)

[Seite 1258] ὁ, = φάσηλος, Ath. II, 56 a.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰσίολος: ὁ, = φάσηλος, ὅ ἴδε.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και φασήολος και φασίουλος και φασιούλυος και φασίωλος και φάσουλος Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της τάξης φαβώδη, καθώς και λόγια ονομασία της φασολιάς και του καρπού της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. phaseolus / phassiolus, υποκορ. του λατ. phasēlus < φάσηλος.

Mantoulidis Etymological

φάσηλος (=φασούλι). Αἰγυπτιακή ἡ προέλευσή του.