εξορία: Difference between revisions
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
(12) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐξορία]]) [[εξόριος]]<br /><b>1.</b> [[αποπομπή]] κάποιου και αναγκαστική [[διαβίωση]] έξω από τα [[σύνορα]] της πατρίδας του, [[απέλαση]]<br /><b>2.</b> απομακρυσμένος και [[αφιλόξενος]] [[τόπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτόπιση]], [[εξαναγκασμός]] από τις αρχές να εγκαταλείψει [[κάποιος]] τον [[τόπο]] κατοικίας του και να ζει με [[επιτήρηση]] σε [[άλλη]] [[περιοχή]] [[μέσα]] στα [[σύνορα]] της πατρίδας του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ζει στην [[εξορία]] του Αδάμ» — ζει σε απομακρυσμένο και αφιλόξενο [[μέρος]]. | |mltxt=η (AM [[ἐξορία]]) [[εξόριος]]<br /><b>1.</b> [[αποπομπή]] κάποιου και αναγκαστική [[διαβίωση]] έξω από τα [[σύνορα]] της πατρίδας του, [[απέλαση]]<br /><b>2.</b> απομακρυσμένος και [[αφιλόξενος]] [[τόπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτόπιση]], [[εξαναγκασμός]] από τις αρχές να εγκαταλείψει [[κάποιος]] τον [[τόπο]] κατοικίας του και να ζει με [[επιτήρηση]] σε [[άλλη]] [[περιοχή]] [[μέσα]] στα [[σύνορα]] της πατρίδας του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ζει στην [[εξορία]] του Αδάμ» — ζει σε απομακρυσμένο και αφιλόξενο [[μέρος]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[exile]]=== | |||
Albanian: mërgim, syrgjyn, internim; Arabic: نَفْي, تَبْعِيد; Aramaic: גלותא; Armenian: աքսոր, աքսորում; Asturian: exiliu, estierru, destierru; Azerbaijani: sürgün; Bashkir: һөргөн; Belarusian: выгнанне, засланне; Bulgarian: изгнание, заточение; Catalan: exili, bandejament, desterrament; Chinese Mandarin: 流亡, 放逐, 流放; Czech: vyhnanství, exil; Danish: eksil; Dutch: [[ballingschap]], [[verbanning]]; Estonian: eksiil, maapagu; Finnish: maanpako, maanpakolaisuus; French: [[exil]]; Galician: exilio, desterro; Georgian: გაძევება, განდევნა; German: [[Exil]], [[Verbannung]]; Greek: [[εξορία]]; Ancient Greek: [[ἀποδημία]], [[ἀποξένωσις]], [[ἀποστολή]], [[ἀφορισμός]], [[δημηλασία]], [[δηπορτατίων]], [[ἐκβολή]], [[ἐκδημία]], [[ἔκπτωσις]], [[ἔλασις]], [[ἐξορία]]; Hebrew: גָּלוּת; Hindi: निर्वासन; Hungarian: száműzés, száműzetés; Icelandic: útlegð; Indonesian: pengasingan, eksil; Irish: deoraíocht; Italian: [[esilio]]; Japanese: 亡命, 追放; Kazakh: айдалу, қуғын, сүргін; Korean: 망명(亡命), 추방(追放); Kurdish Northern Kurdish: sirgûn; Kyrgyz: сүргүн; Latin: [[exsilium]], [[ablegatio]]; Latvian: trimda, izraidījums; Lithuanian: tremtis; Macedonian: изгнанство, прогонство, егзил; Malay: buangan, eksil; Maltese: eżilju; Manx: joarreeaght, joarreeys; Maori: whakapakotanga; Norwegian Bokmål: eksil, utlendighet; Nynorsk: eksil; Occitan: exili; Old English: wræc; Persian: تبعید; Polish: uchodźstwo, wygnanie, banicja, zesłanie; Portuguese: [[exílio]], [[desterro]]; Romanian: exil, exilare; Russian: [[ссылка]], [[изгнание]]; Serbo-Croatian Cyrillic: изгна̀нство, про̀го̄нство, ѐгзӣл, ѝзгон; Roman: izgnànstvo, prògōnstvo, ègzīl, ìzgon; Slovak: vyhnanstvo, exil; Slovene: pregnanstvo, izgnanstvo, izgon; Spanish: [[exilio]], [[destierro]]; Swedish: exil, landsflykt; Tajik: бадарға, табъид; Tatar: сөрген; Thai: การเนรเทศ; Turkish: sürgün; Turkmen: sürgün; Ukrainian: вигнання, заслання, екзиль, екзил; Uyghur: سۈرگۈن; Uzbek: surgun; Volapük: xil; Welsh: alltudiaeth | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:06, 19 September 2024
Greek Monolingual
η (AM ἐξορία) εξόριος
1. αποπομπή κάποιου και αναγκαστική διαβίωση έξω από τα σύνορα της πατρίδας του, απέλαση
2. απομακρυσμένος και αφιλόξενος τόπος
νεοελλ.
1. εκτόπιση, εξαναγκασμός από τις αρχές να εγκαταλείψει κάποιος τον τόπο κατοικίας του και να ζει με επιτήρηση σε άλλη περιοχή μέσα στα σύνορα της πατρίδας του
2. φρ. «ζει στην εξορία του Αδάμ» — ζει σε απομακρυσμένο και αφιλόξενο μέρος.
Translations
exile
Albanian: mërgim, syrgjyn, internim; Arabic: نَفْي, تَبْعِيد; Aramaic: גלותא; Armenian: աքսոր, աքսորում; Asturian: exiliu, estierru, destierru; Azerbaijani: sürgün; Bashkir: һөргөн; Belarusian: выгнанне, засланне; Bulgarian: изгнание, заточение; Catalan: exili, bandejament, desterrament; Chinese Mandarin: 流亡, 放逐, 流放; Czech: vyhnanství, exil; Danish: eksil; Dutch: ballingschap, verbanning; Estonian: eksiil, maapagu; Finnish: maanpako, maanpakolaisuus; French: exil; Galician: exilio, desterro; Georgian: გაძევება, განდევნა; German: Exil, Verbannung; Greek: εξορία; Ancient Greek: ἀποδημία, ἀποξένωσις, ἀποστολή, ἀφορισμός, δημηλασία, δηπορτατίων, ἐκβολή, ἐκδημία, ἔκπτωσις, ἔλασις, ἐξορία; Hebrew: גָּלוּת; Hindi: निर्वासन; Hungarian: száműzés, száműzetés; Icelandic: útlegð; Indonesian: pengasingan, eksil; Irish: deoraíocht; Italian: esilio; Japanese: 亡命, 追放; Kazakh: айдалу, қуғын, сүргін; Korean: 망명(亡命), 추방(追放); Kurdish Northern Kurdish: sirgûn; Kyrgyz: сүргүн; Latin: exsilium, ablegatio; Latvian: trimda, izraidījums; Lithuanian: tremtis; Macedonian: изгнанство, прогонство, егзил; Malay: buangan, eksil; Maltese: eżilju; Manx: joarreeaght, joarreeys; Maori: whakapakotanga; Norwegian Bokmål: eksil, utlendighet; Nynorsk: eksil; Occitan: exili; Old English: wræc; Persian: تبعید; Polish: uchodźstwo, wygnanie, banicja, zesłanie; Portuguese: exílio, desterro; Romanian: exil, exilare; Russian: ссылка, изгнание; Serbo-Croatian Cyrillic: изгна̀нство, про̀го̄нство, ѐгзӣл, ѝзгон; Roman: izgnànstvo, prògōnstvo, ègzīl, ìzgon; Slovak: vyhnanstvo, exil; Slovene: pregnanstvo, izgnanstvo, izgon; Spanish: exilio, destierro; Swedish: exil, landsflykt; Tajik: бадарға, табъид; Tatar: сөрген; Thai: การเนรเทศ; Turkish: sürgün; Turkmen: sürgün; Ukrainian: вигнання, заслання, екзиль, екзил; Uyghur: سۈرگۈن; Uzbek: surgun; Volapük: xil; Welsh: alltudiaeth