εὐστάλεια: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
(15)
mNo edit summary
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efstaleia
|Transliteration C=efstaleia
|Beta Code=eu)sta/leia
|Beta Code=eu)sta/leia
|Definition=[ᾰ], Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">simple arrangement</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>82</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">orderliness</b>, ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>p.65J.</span> </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> of troops, <b class="b2">light equipment</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sert.</span>12</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], Ion. [[εὐσταλίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[simple]] [[arrangement]], Hp.Art.82.<br><span class="bld">2</span> [[orderliness]], ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων Phld.Oec.p.65J.<br><span class="bld">3</span> of [[troops]], [[light]] [[equipment]], Plu.Sert.12.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[agilité]], [[légèreté]].<br />'''Étymologie:''' [[εὐσταλής]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, s. [[εὐσταλία]]: <i>[[Leichtigkeit]], [[Gewandtheit]]</i>, Hippocr.; <i>[[leichte Rüstung]]</i>, καὶ [[κουφότης]] τῆς στρατιᾶς Plut. <i>Sert</i>. 13, wo [[εὐστάλεια]] zu [[ändern]] ist.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐστάλεια''': ἡ, ἁπλῆ [[διευθέτησις]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839∙ ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ [[εὐσταλίη]]: ἐπὶ στρατευμάτων, [[ἐλαφρότης]] στολῆς, ἐνδυμασίας, Πλουτ. Σερτώρ. 12.
|lstext='''εὐστάλεια''': ἡ, ἁπλῆ [[διευθέτησις]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839∙ ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ [[εὐσταλίη]]: ἐπὶ στρατευμάτων, [[ἐλαφρότης]] στολῆς, ἐνδυμασίας, Πλουτ. Σερτώρ. 12.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />agilité, légèreté.<br />'''Étymologie:''' [[εὐσταλής]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐστάλεια]] και ιων. τ. [[εὐσταλίη]], ἡ (Α)<br />[[ευσταλής]]<br /><b>1.</b> καλή [[διάταξη]], [[τοποθέτηση]]<br /><b>2.</b> [[συμμετρία]], [[αναλογία]] («[[εὐστάλεια]] ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> (για στρατεύματα) η [[ελαφρότητα]] του οπλισμού («εὐσταλείᾳ καὶ κουφότητι τῆς Ἰβηρικής στρατιᾱς», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[εὐστάλεια]] και ιων. τ. [[εὐσταλίη]], ἡ (Α)<br />[[ευσταλής]]<br /><b>1.</b> καλή [[διάταξη]], [[τοποθέτηση]]<br /><b>2.</b> [[συμμετρία]], [[αναλογία]] («[[εὐστάλεια]] ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> (για στρατεύματα) η [[ελαφρότητα]] του οπλισμού («εὐσταλείᾳ καὶ κουφότητι τῆς Ἰβηρικής στρατιᾱς», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐστάλεια:''' ἡ, [[ψιλός]], [[ελαφρός]] [[οπλισμός]], σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εὐστάλεια]], ἡ,<br />[[light]] [[equipment]], Plut. [from εὐστᾰλής]
}}
}}

Latest revision as of 07:44, 26 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐστάλεια Medium diacritics: εὐστάλεια Low diacritics: ευστάλεια Capitals: ΕΥΣΤΑΛΕΙΑ
Transliteration A: eustáleia Transliteration B: eustaleia Transliteration C: efstaleia Beta Code: eu)sta/leia

English (LSJ)

[ᾰ], Ion. εὐσταλίη, ἡ,
A simple arrangement, Hp.Art.82.
2 orderliness, ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων Phld.Oec.p.65J.
3 of troops, light equipment, Plu.Sert.12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
agilité, légèreté.
Étymologie: εὐσταλής.

German (Pape)

ἡ, s. εὐσταλία: Leichtigkeit, Gewandtheit, Hippocr.; leichte Rüstung, καὶ κουφότης τῆς στρατιᾶς Plut. Sert. 13, wo εὐστάλεια zu ändern ist.

Greek (Liddell-Scott)

εὐστάλεια: ἡ, ἁπλῆ διευθέτησις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839∙ ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ εὐσταλίη: ἐπὶ στρατευμάτων, ἐλαφρότης στολῆς, ἐνδυμασίας, Πλουτ. Σερτώρ. 12.

Greek Monolingual

εὐστάλεια και ιων. τ. εὐσταλίη, ἡ (Α)
ευσταλής
1. καλή διάταξη, τοποθέτηση
2. συμμετρία, αναλογίαεὐστάλεια ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων», Φιλόδ.)
3. (για στρατεύματα) η ελαφρότητα του οπλισμού («εὐσταλείᾳ καὶ κουφότητι τῆς Ἰβηρικής στρατιᾱς», Πλούτ.).

Greek Monotonic

εὐστάλεια: ἡ, ψιλός, ελαφρός οπλισμός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

εὐστάλεια, ἡ,
light equipment, Plut. [from εὐστᾰλής]