πολυπλάνητος: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "( " to "(") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολυπλάνητος -ον [[[πολύς]], [[πλανάομαι]]] ver zwervend, lang zwervend:; πολυπλάνητον ( ''[[sc.]]'' ἔθνος ) een volksstam die veel gezworven heeft Hdt. 1.56.2; πολυπλάνητον... πόνον de inspanning van haar vele omzwervingen Eur. Hel. 1319; overdr.. ἀνδράσιν αἰὼν πολυπλάνητος αἰεί voor de mensen is het leven altijd vol wisselvalligheid Eur. Hipp. 1110. | |elnltext=πολυπλάνητος -ον [[[πολύς]], [[πλανάομαι]]] ver zwervend, lang zwervend:; πολυπλάνητον (''[[sc.]]'' ἔθνος ) een volksstam die veel gezworven heeft Hdt. 1.56.2; πολυπλάνητον... πόνον de inspanning van haar vele omzwervingen Eur. Hel. 1319; overdr.. ἀνδράσιν αἰὼν πολυπλάνητος αἰεί voor de mensen is het leven altijd vol wisselvalligheid Eur. Hipp. 1110. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:29, 13 October 2024
English (LSJ)
πολυπλάνητον, = πολυπλανής (roaming far, roaming long, straying, devious, wandering in all directions, much-erring, leading much astray), γένος, of the Dorians, Hdt. 1.56 ; αἰὼν π. αἰεί E. Hipp. 1110 (lyr.) ; π. πόνος the pains of wandering, Id. Hel. 1319 (lyr.). of blows, falling in every direction, A. Ch. 425 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 668] = πολυπλανής, Her. 1, 56; übtr., χερὸς ὀρέγματα, Aesch. Ch. 419; αἰών, Eur. Hipp. 1110; πόνοι, Hec. 1319.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui erre de tous côtés;
2 qui tombe de tous côtés en parl. de coups.
Étymologie: πολύς, πλανάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυπλάνητος -ον [πολύς, πλανάομαι] ver zwervend, lang zwervend:; πολυπλάνητον (sc. ἔθνος ) een volksstam die veel gezworven heeft Hdt. 1.56.2; πολυπλάνητον... πόνον de inspanning van haar vele omzwervingen Eur. Hel. 1319; overdr.. ἀνδράσιν αἰὼν πολυπλάνητος αἰεί voor de mensen is het leven altijd vol wisselvalligheid Eur. Hipp. 1110.
Russian (Dvoretsky)
πολυπλάνητος: ион. πουλυπλάνητος 2 (ᾰ)
1 долго странствовавший (τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος Her.): πολυπλάνητοι πόνοι Eur. мучительные скитания;
2 подверженный постоянным изменениям, полный превратностей (αἰών Eur.);
3 направляемый то туда, то сюда: πολυπλάνητα τὰ χερὸς ὀρέγματα Aesch. часто сыплющиеся удары.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυπλάνητος, -ον, ΝΜΑ
πολυπλανεμένος, αυτός που έχει πλανηθεί, που έχει βρεθεί άθελά του σε πολλά μέρη
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται στις περιπλανήσεις ή προέρχεται από αυτές («δρομαίων... πολυπλανήτων... πόνων», Ευρ.)
2. (για χτυπήματα) εκείνος που δίνεται προς κάθε κατεύθυνση («ἀπριγδόπληκτα πολυπλάνητ' ἄδην ἰδεῖν ἐπασσυτετριβῆ τὰ χερὸς ὀρέγματα», Αισχύλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυπλάνητον
η αστάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πλανητός (< πλανῶμαι), πρβλ. ποντοπλάνητος].
Greek Monotonic
πολυπλάνητος: [ᾰ], -ον,
I. = πολυπλανής, σε Ηρόδ., Ευρ.· πολυπλάνητοι πόνοι, οι κόποι της περιπλανήσεως, σε Ευρ.
II. λέγεται για τα χτυπήματα που δίνονται προς πάσα κατεύθυνση, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπλάνητος: [ᾰ], -ον, = πολυπλανής, ἐπὶ τῶν Πελασγῶν, Ἡρόδ. 1. 56· π. αἰὼν Εὐρ. Ἱππ. 1110· π. πόνοι, οἱ κόποι τῆς περιπλανήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1319. ΙΙ. ἐπὶ κτυπημάτων διδομένων κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, Αἰσχύλ. Χο. 425· ― τὸ πολυπλάνητον, ἡ ἀστάθεια, οἶδα τὸ πολυπλάνητον τῆς τύχης τῆς ἀστάτου Μανασσ. Χρον. 2876.
Middle Liddell
πολυ-πλᾰ́νητος, ον, = πολυπλανής
I. Hdt., Eur.; π. πόνοι the pains of wandering, Eur.
II. of blows, falling in every direction, Aesch.