ἡλιόβολος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡλιόβολος]], -ον)<br />(για τόπους) ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο [[ηλιόλουστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ηλιοβαρεμένος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ηλιόβολο</i><br />η ηλιακή [[ακτινοβολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[αείβολος]], [[καλλίβολος]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡλιόβολος]], -ον)<br />(για τόπους) ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο [[ηλιόλουστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ηλιοβαρεμένος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ηλιόβολο</i><br />η ηλιακή [[ακτινοβολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[αείβολος]], [[καλλίβολος]]].
}}
{{trml
|trtx====[[sunny]]===
Bulgarian: слънчев; Catalan: asolellat; Dutch: [[zonnig]]; Esperanto: suna, sunplena; Finnish: aurinkoinen; French: [[ensoleillé]]; Galician: solleiro, sollío, solloso; Greek: [[ηλιόλουστος]], [[λιόλουστος]], [[λιοπερίχυτος]]; Ancient Greek: [[ἀστροβλής]], [[ἀστρόβλητος]], [[ἐπαλής]], [[εὐάλιος]], [[εὔειλος]], [[εὐήλιος]], [[ἡλιόβλητος]], [[ἡλιόβολος]], [[πανήλιος]], [[πολυήλιος]], [[πρόσειλος]], [[προσήλιος]]; Hungarian: napfényes, napos; Italian: [[soleggiato]], [[soleggiata]]; Latin: [[apricus]]; Latvian: saulains; Macedonian: сончев; Maori: matanui; Plautdietsch: sonnich; Portuguese: [[ensolarado]]; Serbo-Croatian: sùnčan; Ukrainian: сонячний
}}
}}

Revision as of 13:54, 15 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλιόβολος Medium diacritics: ἡλιόβολος Low diacritics: ηλιόβολος Capitals: ΗΛΙΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: hēlióbolos Transliteration B: hēliobolos Transliteration C: iliovolos Beta Code: h(lio/bolos

English (LSJ)

ἡλιόβολον, exposed to the sun, sunny, of places, Thphr. CP 4.12.3.

German (Pape)

[Seite 1162] = ἡλιόβλητος, Theophr.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡλιόβολος, -ον)
(για τόπους) ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο ηλιόλουστος
νεοελλ.
1. ο ηλιοβαρεμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το ηλιόβολο
η ηλιακή ακτινοβολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. αείβολος, καλλίβολος].

Translations

sunny

Bulgarian: слънчев; Catalan: asolellat; Dutch: zonnig; Esperanto: suna, sunplena; Finnish: aurinkoinen; French: ensoleillé; Galician: solleiro, sollío, solloso; Greek: ηλιόλουστος, λιόλουστος, λιοπερίχυτος; Ancient Greek: ἀστροβλής, ἀστρόβλητος, ἐπαλής, εὐάλιος, εὔειλος, εὐήλιος, ἡλιόβλητος, ἡλιόβολος, πανήλιος, πολυήλιος, πρόσειλος, προσήλιος; Hungarian: napfényes, napos; Italian: soleggiato, soleggiata; Latin: apricus; Latvian: saulains; Macedonian: сончев; Maori: matanui; Plautdietsch: sonnich; Portuguese: ensolarado; Serbo-Croatian: sùnčan; Ukrainian: сонячний