ὑδροστάτης: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(b)
mNo edit summary
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ydrostatis
|Transliteration C=ydrostatis
|Beta Code=u(drosta/ths
|Beta Code=u(drosta/ths
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hydrostatic balance</b>, Procl. ad <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>589</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, [[hydrostatic balance]], Procl. ad Hes.''Op.''589.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1174.png Seite 1174]] ὁ, der Wasserwäger, die Wasserwage, Procl.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1174.png Seite 1174]] ὁ, der [[Wasserwäger]], die [[Wasserwage]], Procl.
}}
{{ls
|lstext='''ὑδροστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὑδροστατικὴ [[στάθμη]], Πρόκλ. εἰς Ἡσ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 31. ΙΙ. [[ἀντλία]] πυροσβεστική, ἴδε Δουκάγγ.
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑδροστάτης]], ΝΑ<br />τοπογραφικό χωροσταθμικό όργανο που βασίζεται στην [[αρχή]] τών συγκοινωνούντων δοχείων και με το οποίο μπορεί να μετρηθεί η υψομετρική [[διαφορά]] δύο σημείων του εδάφους, αλλ. [[υδροστάθμη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[είδος]] πυροσβεστικής αντλίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>στᾰ</i>- του [[ἵστημι]]), [[πρβλ]]. [[πυροστάτης]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:51, 15 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροστάτης Medium diacritics: ὑδροστάτης Low diacritics: υδροστάτης Capitals: ΥΔΡΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: hydrostátēs Transliteration B: hydrostatēs Transliteration C: ydrostatis Beta Code: u(drosta/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, hydrostatic balance, Procl. ad Hes.Op.589.

German (Pape)

[Seite 1174] ὁ, der Wasserwäger, die Wasserwage, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὑδροστατικὴ στάθμη, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 31. ΙΙ. ἀντλία πυροσβεστική, ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

ο / ὑδροστάτης, ΝΑ
τοπογραφικό χωροσταθμικό όργανο που βασίζεται στην αρχή τών συγκοινωνούντων δοχείων και με το οποίο μπορεί να μετρηθεί η υψομετρική διαφορά δύο σημείων του εδάφους, αλλ. υδροστάθμη
μσν.
είδος πυροσβεστικής αντλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -στάτης (< θ. στᾰ- του ἵστημι), πρβλ. πυροστάτης].