καταστύφω: Difference between revisions
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(13_2) |
mNo edit summary |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katastyfo | |Transliteration C=katastyfo | ||
|Beta Code=katastu/fw | |Beta Code=katastu/fw | ||
|Definition=[ῡ], | |Definition=[ῡ], [[astringe]]: metaph. in Pass., of a person, <b class="b3">αὐστηρὸς καὶ κατεστυμμένος</b> Men.Rh.p.389S.; [[τὸ κατεστυμμένον]] = [[sourness]], [[harshness]], Plu.''Cat.Mi.''46. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1383.png Seite 1383]] herb machen; pass. übertr., τοῦ Κάτωνος τὸ αὐστηρὸν καὶ κατεστυμμένον, das herbe, finstere Wesen, Plut. Cat. min. 46. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1383.png Seite 1383]] herb machen; pass. übertr., τοῦ Κάτωνος τὸ αὐστηρὸν καὶ κατεστυμμένον, das herbe, finstere Wesen, Plut. Cat. min. 46. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[rendre dur]], [[rendre âpre]] : [[τὸ κατεστυμμένον]] PLUT [[caractère rude]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στύφω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-στύφω [[wrang maken]]; overdr. ptc. subst. [[τὸ κατεστυμμένον]] = [[norsheid]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταστύφω:''' (ῡ) [[делать твердым]], [[жестким]]: [[τὸ κατεστυμμένον]] Plut. [[жесткость]], [[черствость]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταστύφω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] πολύ στυφό<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κατεστυμμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />(<b>για πρόσ.</b>) <b>μτφ.</b> [[δύστροπος]], [[δύσκολος]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τo κατεστυμμένον</i><br /><b>μτφ.</b> η [[στυφότητα]], η [[αυστηρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στύφω]] «[[είμαι]] [[στυφός]]»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταστύφω:''' [ῡ], [[καθιστώ]] [[κάτι]] στυφό ή [[ξινό]] — Παθ., μτχ. παρακ. <i>τὸ κατεστυμμένον</i>, ξινότητα, [[στυφότητα]], [[τραχύτητα]], σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καταστύφω''': ῠ, [[κάμνω]] τι στυφὸν ἢ ὄξινον, αὐστηρὸς καὶ κατεστυμμένος Walz Ρήτ. 9. 248· τὸ κατεστυμμένον, [[αὐστηρότης]], τὸ στυφόν· τοῦ Κάτωνος τὸ αὐστηρὸν καὶ κατεστυμμένον ὁρῶντες Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 46· καταπυκνῶ, διὸ ὁ Ἡσύχ. «κατέστυγεν, ἐσάρκωσεν». | |||
}} | }} |
Latest revision as of 20:33, 17 October 2024
English (LSJ)
[ῡ], astringe: metaph. in Pass., of a person, αὐστηρὸς καὶ κατεστυμμένος Men.Rh.p.389S.; τὸ κατεστυμμένον = sourness, harshness, Plu.Cat.Mi.46.
German (Pape)
[Seite 1383] herb machen; pass. übertr., τοῦ Κάτωνος τὸ αὐστηρὸν καὶ κατεστυμμένον, das herbe, finstere Wesen, Plut. Cat. min. 46.
French (Bailly abrégé)
rendre dur, rendre âpre : τὸ κατεστυμμένον PLUT caractère rude.
Étymologie: κατά, στύφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-στύφω wrang maken; overdr. ptc. subst. τὸ κατεστυμμένον = norsheid.
Russian (Dvoretsky)
καταστύφω: (ῡ) делать твердым, жестким: τὸ κατεστυμμένον Plut. жесткость, черствость.
Greek Monolingual
καταστύφω (Α)
1. κάνω κάτι πολύ στυφό
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστυμμένος, -η, -ον
(για πρόσ.) μτφ. δύστροπος, δύσκολος
3. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τo κατεστυμμένον
μτφ. η στυφότητα, η αυστηρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στύφω «είμαι στυφός»].
Greek Monotonic
καταστύφω: [ῡ], καθιστώ κάτι στυφό ή ξινό — Παθ., μτχ. παρακ. τὸ κατεστυμμένον, ξινότητα, στυφότητα, τραχύτητα, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
καταστύφω: ῠ, κάμνω τι στυφὸν ἢ ὄξινον, αὐστηρὸς καὶ κατεστυμμένος Walz Ρήτ. 9. 248· τὸ κατεστυμμένον, αὐστηρότης, τὸ στυφόν· τοῦ Κάτωνος τὸ αὐστηρὸν καὶ κατεστυμμένον ὁρῶντες Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 46· καταπυκνῶ, διὸ ὁ Ἡσύχ. «κατέστυγεν, ἐσάρκωσεν».