ἐγχειρητικός: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt= | |dgtxt=ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν<br /><b class="num">1</b> [[emprendedor]] τοῦ Θίβρωνος ... ἐγχειρητικώτερος στρατηγός X.<i>HG</i> 4.8.22.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἐγχειρητικῶς]] = [[de manera emprendedora]] ποεῖ ἁ μὲν νεότας ἐ. Ps.Archyt.<i>Pyth.Hell</i>.14.20. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0713.png Seite 713]] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0713.png Seite 713]] ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν, [[unternehmend]], Xen. Hell. 4, 8, 22; adv. [[ἐγχειρητικῶς]] im <span class="ggns">Gegensatz</span> von προνοητικῶς, Archyt. Stob. fl. 115, 27. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />entreprenant;<br /><i>Cp.</i> ἐγχειρητικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγχειρέω]]. | |btext=ή, όν :<br />[[entreprenant]];<br /><i>Cp.</i> ἐγχειρητικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγχειρέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐγχειρητικός]], | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐγχειρητικός]], ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[εγχείρηση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η εγχειρητική</i><br />α) η [[τέχνη]] της θεραπείας τών σωματικών παθήσεων με [[εγχείρηση]]<br />β) ο [[κλάδος]] της χειρουργικής που ασχολείται με τις μεθόδους της εγχειρητικής<br /><b>αρχ.</b><br />[[ριψοκίνδυνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐγχειρητικός:''' | |lsmtext='''ἐγχειρητικός:''' ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν, [[τολμηρός]], [[θαρραλέος]], [[ριψοκίνδυνος]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐγχειρητικός]], | |mdlsjtxt=[[ἐγχειρητικός]], ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν [from [[ἐγχειρέω]]<br />[[enterprising]], [[adventurous]], Xen. | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |
Revision as of 10:02, 18 October 2024
English (LSJ)
ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν, enterprising, adventurous, X.HG4.8.22. Adv. ἐγχειρητικῶς Archyt. ap. Stob.4.50.2.
Spanish (DGE)
ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν
1 emprendedor τοῦ Θίβρωνος ... ἐγχειρητικώτερος στρατηγός X.HG 4.8.22.
2 adv. ἐγχειρητικῶς = de manera emprendedora ποεῖ ἁ μὲν νεότας ἐ. Ps.Archyt.Pyth.Hell.14.20.
German (Pape)
[Seite 713] ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν, unternehmend, Xen. Hell. 4, 8, 22; adv. ἐγχειρητικῶς im Gegensatz von προνοητικῶς, Archyt. Stob. fl. 115, 27.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
entreprenant;
Cp. ἐγχειρητικώτερος.
Étymologie: ἐγχειρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγχειρητικός: предприимчивый (στρατηγός Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχειρητικός: -ή, -όν, ἔχων τάσιν εἰς τολμηρὰς ἐπιχειρήσεις, ἐπιχειρηματικός, ῥιψοκίνδυνος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, ῥιψοκινδύνως, τολμηρῶς, Ἀρχύτας παρὰ Στοβ. 589. 6.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐγχειρητικός, ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στην εγχείρηση
2. το θηλ. ως ουσ. η εγχειρητική
α) η τέχνη της θεραπείας τών σωματικών παθήσεων με εγχείρηση
β) ο κλάδος της χειρουργικής που ασχολείται με τις μεθόδους της εγχειρητικής
αρχ.
ριψοκίνδυνος.
Greek Monotonic
ἐγχειρητικός: ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν, τολμηρός, θαρραλέος, ριψοκίνδυνος, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐγχειρητικός, ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν [from ἐγχειρέω
enterprising, adventurous, Xen.
Translations
adventurous
Asturian: aventureru; Basque: abenturazale; Belarusian: авантурны; Bulgarian: рискован, авантюристичен; Catalan: aventurer; Danish: eventyrslysten; Dutch: avontuurlijk, ondernemend; Esperanto: aventurema; Finnish: seikkailunhaluinen; French: aventureux; Galician: aventureiro; German: abenteuerlustig, abenteuerdurstig, abenteuerhungrig, abenteuersüchtig; Greek: περιπετειώδης, τολμηρός; Ancient Greek: ἐγχειρητικός, κινδυνευτικός, μεγαλοκίνδυνος, μεγαλότολμος, φιλοκίνδυνος; Hebrew: הרפתקני; Hungarian: kalandos; Japanese: 冒険好きな; Luxembourgish: abenteuerlech; Maori: mātātoa, manawa kai tūtae; Norwegian: eventyrlysten; Polish: śmiały, zawadiacki, awanturniczy, żądny przygód; Portuguese: aventureiro, aventuroso; Russian: рискованный, авантюрный, авантюристичный; Spanish: intrépido, aventurero; Swedish: äventyrlig; Turkish: maceraperest; Volapük: ventürik