σύγκρατος: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkratos
|Transliteration C=sygkratos
|Beta Code=su/gkratos
|Beta Code=su/gkratos
|Definition=σύγκρατον, [[mixed together]], Luc.''Am.''12, Hld.3.15; [[closely united]], σ. ζεῦγος E.''Andr.''495 (lyr.).
|Definition=σύγκρατον, [[mixed together]], Luc.''Am.''12, Hld.3.15; [[closely united]], σ. ζεῦγος [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''495 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:33, 19 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκρᾱτος Medium diacritics: σύγκρατος Low diacritics: σύγκρατος Capitals: ΣΥΓΚΡΑΤΟΣ
Transliteration A: sýnkratos Transliteration B: synkratos Transliteration C: sygkratos Beta Code: su/gkratos

English (LSJ)

σύγκρατον, mixed together, Luc.Am.12, Hld.3.15; closely united, σ. ζεῦγος E.Andr.495 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 969] zusammengemischt, Luc. am. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 mélangé, uni;
2 fig. fortement uni.
Étymologie: συγκεράννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύγκρᾱτος -ον [συγκεράννυμι] gemengd; overdr.. τόδε σύγκρατον ζεῦγος dat nauwverbonden paar Eur. Andr. 495.

Russian (Dvoretsky)

σύγκρᾱτος: [adj. verb. к συγκεράννυμι
1 смешанный Luc.;
2 крепко соединенный, тесно связанный (ζεῦγος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

σύγκρᾱτος: -ον, συμμεμιγμένος, ἀνάμικτος, Λουκ. Ἔρωτ. 12, Ἡλιόδ. 3. 15, κτλ.· στενῶς ἡνωμένος, συνδεδεμένος, σ. ζεῦγος Εὐρ. Ἀνδρ. 494.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α
1. ανάμικτος
2. στενά συνδεδεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κράτος (< θ. κρατού κεράννυμι «αναμιγνύω», πρβλ. αόρ. β' -κρά-θην), πρβλ. εὔκρατος].
(II)
-η, -ο, Ν συγκρατώ
(στον Ερωτόκρ.) (για μικρά ή λεπτά πράγματα) αυτός που κρατιέται σε δεμάτι («κόβγει και ρίχνει τσι [πλεξούδες] σύγκρατες δίχως πόνο»).
(III)
-η, -ο, Ν
(ιδιωμ. τ.) αναμεμιγμένος με κρέας.

Greek Monotonic

σύγκρᾱτος: -ον (κεράννυμι), αυτός που έχει αναμιχθεί με κάποιον άλλο, ανάμεικτος, ανακατωμένος, αυτός που είναι στενά συνδεδεμένος με, σε Ευρ.

Middle Liddell

σύγ-κρᾱτος, ον, κεράννυμι
mixed together, closely united, Eur.