πρόοπτος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(10)
 
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prooptos
|Transliteration C=prooptos
|Beta Code=pro/optos
|Beta Code=pro/optos
|Definition=Att. contr. προὖπτος, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">foreseen, manifest</b>, προόπτῳ θανάτῳ δώσειν τινά <span class="bibl">Hdt.9.17</span>, cf. <span class="bibl">Isoc.10.27</span>; ἐς προὖπτον κίνδυνον καταστῆσαι <span class="bibl">Th.5.99</span>, cf. <span class="bibl">111</span>; π. ἀγγέλου λόγος <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>848</span> (lyr.); ἐς προὖπτον Ἅιδην <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1440</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1366</span> (anap.); εἰς προὖπτον . . αὑτὸν ἐνέβαλεν κακόν <span class="bibl">Aristopho 5</span>; εἰς προὖπτον . . ἐμπεσεῖν κακόν <span class="bibl">Phoenicid.4.18</span>.</span>
|Definition=Att. contr. [[προὖπτος]], ον, [[foreseen]], [[manifest]], προόπτῳ θανάτῳ δώσειν τινά [[Herodotus|Hdt.]]9.17, cf. Isoc.10.27; ἐς προὖπτον κίνδυνον καταστῆσαι Th.5.99, cf. ''III''; π. ἀγγέλου λόγος A.''Th.''848 (lyr.); ἐς προὖπτον Ἅιδην [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1440, cf. E.''Hipp.''1366 (anap.); εἰς προὖπτον.. αὑτὸν ἐνέβαλεν κακόν Aristopho 5; εἰς προὖπτον.. ἐμπεσεῖν κακόν Phoenicid.4.18.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0737.png Seite 737]] adj. verb. zu [[προοράω]], zsgz. [[προὖπτος]], vorauszusehen, dah. sichtbar, deutlich, offenbar, Her. 9, 17 u. Folgde.
}}
{{bailly
|btext=<i>par contr. att.</i> [[προὖπτος]], ος, ον :<br />[[exposé aux regards]], [[visible]], [[manifeste]].<br />'''Étymologie:''' προόψομαι, fut. de [[προοράω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πρόοπτος en προῦπτος -ον [~ προοράω] [[duidelijk zichtbaar]].
}}
{{elru
|elrutext='''πρόοπτος:''' стяж. [[προὖπτος]] или [[προῦπτος]] 2 явный, очевидный ([[θάνατος]] Her.; [[κίνδυνος]] Thuc.): π. ἀγγέλου [[λόγος]] Aesch. сообщенная весть (оказалась) верна.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, και αττ. τ. [[προὖπτος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> [[προφανής]], [[ολοφάνερος]] ή [[αναπότρεπτος]] (α. «σφαῖ τε αὐτοὺς καί ἡμᾶς εἰς προὖπτον κίνδυνον καταστήσειεν», <b>Θουκ.</b><br />β. «εἰς προὖπτον αῦτὸν ἐνέβαλεν κακόν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λίγο) [[σαφής]] («[[προὖπτος]] ἀγγέλου [[λόγος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που διαπρέπει σε [[κάτι]] («[[γύναιον]] κάλλει σώματος πρόοπτον», Επιφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οπ</i>- του [[ὄπωπα]]), <b>πρβλ.</b> <i>κάτ</i>-<i>οπτος</i>, [[περί]]-<i>οπτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόοπτος:''' Αττ. συνηρ. [[προὖπτος]], <i>-ον</i>, ρημ. επίθ. του [[προοράω]] (μέλ. <i>-όψομαι</i>), προβλεπόμενος, [[καταφανής]], σε Ηρόδ., Αττ.
}}
{{ls
|lstext='''πρόοπτος''': Ἀττ. συνῃρ. [[προὖπτος]], ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[προοράω]], προβλεπόμενος, [[κατάδηλος]] [[καταφανής]], προόπτῳ θανάτῳ διδόναι τινὰ Ἠρόδ. 9. 17· ἐς προὖπτον κίνδυνον Θουκ. 5. 99, πρβλ. 111· πρ. ἀγγέλου [[λόγος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 848. ἐς προὖπτον Ἅιδην Σοφ. Ο. Κ. 1440· πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1366· εἰς προὖπτον... αὑτὸν ἐνέβαλεν κακὸν Ἀριστοφῶν ἐν «Καλλωνίδῃ» 1· εἰς προὖπτον… ἐμπεσεῖν κακὸν Φοινικίδης ἐν Ἀδήλ. 1. 18. ΙΙ. διαπρέπων ἐπὶ τινι πράγματι, γύναιον κάλλει σώματος πρόοπτον, διακρινόμενον ἐπὶ καλλονῆ, Ἐπιφάν. τ. Ι, σ. 619Α. ― Ἐπίρρ. προόπτως, φανερῶς, προδήλως, Ἐπιφάν. ΙΙ, 804D.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[προοράω]] fut. -όψομαι<br />[[foreseen]], [[manifest]], Hdt., Attic
}}
}}

Latest revision as of 06:49, 20 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόοπτος Medium diacritics: πρόοπτος Low diacritics: πρόοπτος Capitals: ΠΡΟΟΠΤΟΣ
Transliteration A: próoptos Transliteration B: prooptos Transliteration C: prooptos Beta Code: pro/optos

English (LSJ)

Att. contr. προὖπτος, ον, foreseen, manifest, προόπτῳ θανάτῳ δώσειν τινά Hdt.9.17, cf. Isoc.10.27; ἐς προὖπτον κίνδυνον καταστῆσαι Th.5.99, cf. III; π. ἀγγέλου λόγος A.Th.848 (lyr.); ἐς προὖπτον Ἅιδην S.OC1440, cf. E.Hipp.1366 (anap.); εἰς προὖπτον.. αὑτὸν ἐνέβαλεν κακόν Aristopho 5; εἰς προὖπτον.. ἐμπεσεῖν κακόν Phoenicid.4.18.

German (Pape)

[Seite 737] adj. verb. zu προοράω, zsgz. προὖπτος, vorauszusehen, dah. sichtbar, deutlich, offenbar, Her. 9, 17 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

par contr. att. προὖπτος, ος, ον :
exposé aux regards, visible, manifeste.
Étymologie: προόψομαι, fut. de προοράω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόοπτος en προῦπτος -ον [~ προοράω] duidelijk zichtbaar.

Russian (Dvoretsky)

πρόοπτος: стяж. προὖπτος или προῦπτος 2 явный, очевидный (θάνατος Her.; κίνδυνος Thuc.): π. ἀγγέλου λόγος Aesch. сообщенная весть (оказалась) верна.

Greek Monolingual

-ον, και αττ. τ. προὖπτος, -ον, Α
1. προφανής, ολοφάνερος ή αναπότρεπτος (α. «σφαῖ τε αὐτοὺς καί ἡμᾶς εἰς προὖπτον κίνδυνον καταστήσειεν», Θουκ.
β. «εἰς προὖπτον αῦτὸν ἐνέβαλεν κακόν», Αριστοφ.)
2. (για λίγο) σαφήςπροὖπτος ἀγγέλου λόγος», Αισχύλ.)
3. αυτός που διαπρέπει σε κάτιγύναιον κάλλει σώματος πρόοπτον», Επιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -οπτος (< θ. οπ- του ὄπωπα), πρβλ. κάτ-οπτος, περί-οπτος].

Greek Monotonic

πρόοπτος: Αττ. συνηρ. προὖπτος, -ον, ρημ. επίθ. του προοράω (μέλ. -όψομαι), προβλεπόμενος, καταφανής, σε Ηρόδ., Αττ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόοπτος: Ἀττ. συνῃρ. προὖπτος, ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ προοράω, προβλεπόμενος, κατάδηλος καταφανής, προόπτῳ θανάτῳ διδόναι τινὰ Ἠρόδ. 9. 17· ἐς προὖπτον κίνδυνον Θουκ. 5. 99, πρβλ. 111· πρ. ἀγγέλου λόγος Αἰσχύλ. Θήβ. 848. ἐς προὖπτον Ἅιδην Σοφ. Ο. Κ. 1440· πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1366· εἰς προὖπτον... αὑτὸν ἐνέβαλεν κακὸν Ἀριστοφῶν ἐν «Καλλωνίδῃ» 1· εἰς προὖπτον… ἐμπεσεῖν κακὸν Φοινικίδης ἐν Ἀδήλ. 1. 18. ΙΙ. διαπρέπων ἐπὶ τινι πράγματι, γύναιον κάλλει σώματος πρόοπτον, διακρινόμενον ἐπὶ καλλονῆ, Ἐπιφάν. τ. Ι, σ. 619Α. ― Ἐπίρρ. προόπτως, φανερῶς, προδήλως, Ἐπιφάν. ΙΙ, 804D.

Middle Liddell

verb. adj. of προοράω fut. -όψομαι
foreseen, manifest, Hdt., Attic