εὔμετρος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(15)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eymetros
|Transliteration C=eymetros
|Beta Code=eu)/metros
|Beta Code=eu)/metros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">well-measured, well-calculated</b>, σφενδόνα <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1010</span> (lyr.); <b class="b2">well-proportioned</b>, v.l. for [[ἔμμητρον]], <span class="bibl">Theoc.25.209</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">of moderate size</b> or <b class="b2">proportions</b>, οἶκος <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span> 1.1</span>. Adv. -ως ib.<span class="bibl">1.6</span>, <span class="bibl">Sor.1.86</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">excellent in metre</b>, [λέξις] εὔ. καὶ εὔρυθμος <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>25</span>; opp. <b class="b3">κακόμετρος</b>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>1676.8</span>.</span>
|Definition=εὔμετρον,<br><span class="bld">A</span> [[well-measured]], [[well-calculated]], σφενδόνα [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1010 (lyr.); [[well-proportioned]], [[varia lectio|v.l.]] for [[ἔμμητρον]], Theoc.25.209.<br><span class="bld">2</span> [[of moderate size]] or [[proportions]], οἶκος Aret.''CA'' 1.1. Adv. [[εὐμέτρως]] ib.1.6, Sor.1.86.<br><span class="bld">3</span> [[excellent in metre]], [λέξις] εὔμετρος καὶ [[εὔρυθμος]] [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''25; opp. [[κακόμετρος]], Phld.''Po.''1676.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1081.png Seite 1081]] von schönem Maaße, Rhythmus, [[λέξις]], D. Hal. C. V. 25 u. Gramm.; – übh. mäßig, [[σφενδόνη]] Aesch. Ag. 982.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1081.png Seite 1081]] von schönem Maaße, Rhythmus, [[λέξις]], D. Hal. C. V. 25 u. Gramm.; – übh. mäßig, [[σφενδόνη]] Aesch. Ag. 982.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[de juste mesure]], [[de moyenne grandeur]];<br /><b>2</b> [[bien mesuré]], [[bien calculé]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέτρον]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔμετρος:'''<br /><b class="num">1</b> хорошо отмеренный, т. е. меткий ([[σφενδόνη]] Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[хорошо размеренный]], [[соразмерный]] ([[βάκτρον]] Theocr. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἔμμετρος]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔμετρος''': -ον, [[καλῶς]] μεμετρημένος, [[καλῶς]] ὑπολογισθείς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1010 ἐν καλῇ ἀναλογίᾳ, Θεόκρ. 25. 209. 2) [[εὔρυθμος]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25.
|lstext='''εὔμετρος''': -ον, [[καλῶς]] μεμετρημένος, [[καλῶς]] ὑπολογισθείς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1010 ἐν καλῇ ἀναλογίᾳ, Θεόκρ. 25. 209. 2) [[εὔρυθμος]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de juste mesure, de moyenne grandeur;<br /><b>2</b> bien mesuré, bien calculé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέτρον]].
|mltxt=[[εὔμετρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μετρημένος]] ή υπολογισμένος καλά, καλοζυγιασμένος («βαλὼν σφενδόνας ἀπ' εὐμέτρου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμμετρικός]] στις αναλογίες<br /><b>3.</b> αυτός που έχει μέτριες διαστάσεις ή αναλογίες («[[εὔμετρος]] [[οἶκος]]», Αρετ.)<br /><b>4.</b> [[εύρυθμος]], [[εξαιρετικός]] στο [[μέτρο]] («([[λέξις]]) [[εὔμετρος]] καὶ [[εὔρυθμος]]», Διον. Αλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐμέτρως</i> (Α)<br /><b>1.</b> με μέτριες αναλογίες<br /><b>2.</b> με τις αρμόζουσες, με τις κατάλληλες αναλογίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μέτρον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔμετρος:''' -ον ([[μέτρον]]), [[καλά]] [[μετρημένος]], [[καλά]] υπολογισμένος, σε Αισχύλ.· αυτός που βρίσκεται σε [[καλή]] [[αναλογία]], σε Θεόκρ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=[[εὔμετρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μετρημένος]] ή υπολογισμένος καλά, καλοζυγιασμένος («βαλὼν σφενδόνας ἀπ' εὐμέτρου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμμετρικός]] στις αναλογίες<br /><b>3.</b> αυτός που έχει μέτριες διαστάσεις ή αναλογίες («[[εὔμετρος]] [[οἶκος]]», Αρετ.)<br /><b>4.</b> [[εύρυθμος]], [[εξαιρετικός]] στο [[μέτρο]] («[[[λέξις]]] [[εὔμετρος]] καὶ [[εὔρυθμος]]», Διον. Αλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐμέτρως</i> (Α)<br /><b>1.</b> με μέτριες αναλογίες<br /><b>2.</b> με τις αρμόζουσες, με τις κατάλληλες αναλογίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μέτρον]].
|mdlsjtxt=εὔ-μετρος, ον [[μέτρον]]<br />well-[[measured]], well-calculated, Aesch.: well-[[proportioned]], Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 21:43, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμετρος Medium diacritics: εὔμετρος Low diacritics: εύμετρος Capitals: ΕΥΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: eúmetros Transliteration B: eumetros Transliteration C: eymetros Beta Code: eu)/metros

English (LSJ)

εὔμετρον,
A well-measured, well-calculated, σφενδόνα A.Ag.1010 (lyr.); well-proportioned, v.l. for ἔμμητρον, Theoc.25.209.
2 of moderate size or proportions, οἶκος Aret.CA 1.1. Adv. εὐμέτρως ib.1.6, Sor.1.86.
3 excellent in metre, [λέξις] εὔμετρος καὶ εὔρυθμος D.H.Comp.25; opp. κακόμετρος, Phld.Po.1676.8.

German (Pape)

[Seite 1081] von schönem Maaße, Rhythmus, λέξις, D. Hal. C. V. 25 u. Gramm.; – übh. mäßig, σφενδόνη Aesch. Ag. 982.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de juste mesure, de moyenne grandeur;
2 bien mesuré, bien calculé.
Étymologie: εὖ, μέτρον.

Russian (Dvoretsky)

εὔμετρος:
1 хорошо отмеренный, т. е. меткий (σφενδόνη Aesch.);
2 хорошо размеренный, соразмерный (βάκτρον Theocr. - v.l. ἔμμετρος).

Greek (Liddell-Scott)

εὔμετρος: -ον, καλῶς μεμετρημένος, καλῶς ὑπολογισθείς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1010 ἐν καλῇ ἀναλογίᾳ, Θεόκρ. 25. 209. 2) εὔρυθμος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25.

Greek Monolingual

εὔμετρος, -ον (Α)
1. μετρημένος ή υπολογισμένος καλά, καλοζυγιασμένος («βαλὼν σφενδόνας ἀπ' εὐμέτρου», Αισχύλ.)
2. συμμετρικός στις αναλογίες
3. αυτός που έχει μέτριες διαστάσεις ή αναλογίες («εὔμετρος οἶκος», Αρετ.)
4. εύρυθμος, εξαιρετικός στο μέτρο («(λέξις) εὔμετρος καὶ εὔρυθμος», Διον. Αλ.).
επίρρ...
εὐμέτρως (Α)
1. με μέτριες αναλογίες
2. με τις αρμόζουσες, με τις κατάλληλες αναλογίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μέτρον.

Greek Monotonic

εὔμετρος: -ον (μέτρον), καλά μετρημένος, καλά υπολογισμένος, σε Αισχύλ.· αυτός που βρίσκεται σε καλή αναλογία, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

εὔ-μετρος, ον μέτρον
well-measured, well-calculated, Aesch.: well-proportioned, Theocr.