θυμοβόρος: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (LSJ1 replacement) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thymovoros | |Transliteration C=thymovoros | ||
|Beta Code=qumobo/ros | |Beta Code=qumobo/ros | ||
|Definition=θυμοβόρον, ([[βιβρώσκω]], [[βορά]]) [[eating the heart]], θυμοβόρῳ ἔριδι Il.19.58, al.; λύα Alc.''Supp.''23.10; Κῆρες A.R.4.1666; <b class="b3">τῆς θυμοβόρου φρένα λύπης</b> cj. for [[θυμοφθόρον]] in A.''Ag.''103 (anap.). | |Definition=θυμοβόρον, ([[βιβρώσκω]], [[βορά]]) [[eating the heart]], θυμοβόρῳ ἔριδι Il.19.58, al.; λύα Alc.''Supp.''23.10; Κῆρες A.R.4.1666; <b class="b3">τῆς θυμοβόρου φρένα λύπης</b> cj. for [[θυμοφθόρον]] in [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''103 (anap.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 21:44, 29 October 2024
English (LSJ)
θυμοβόρον, (βιβρώσκω, βορά) eating the heart, θυμοβόρῳ ἔριδι Il.19.58, al.; λύα Alc.Supp.23.10; Κῆρες A.R.4.1666; τῆς θυμοβόρου φρένα λύπης cj. for θυμοφθόρον in A.Ag.103 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1223] herznagend; ἔρις Il. 19, 58 u. öfter; τὴν θυμοβόρον φρένα λύπην Aesch. Ag. 111; ζήλου κέντρον Ant. Th. 43 (IX, 77); Κῆρες Ap. Rh. 4, 1666.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ronge (propr. qui dévore) le cœur.
Étymologie: θυμός, βιβρώσκω.
Russian (Dvoretsky)
θῡμοβόρος: терзающий душу, гложущий, гнетущий (ἔρις Hom.; λύπη Aesch.; ζήλου κέντρον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
θῡμοβόρος: -ον, (βιβρώσκω, βορὰ) καταβιβρώσκων τὴν καρδίαν, θυμοβόρῳ ἔριδι Ἰλ. Τ. 58, κ. ἀλλ.: - περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 103 χωρίου, τῆς θυμοβόρου φρένα λύπης, ἴδε ἐν λ. θυμοφθόρος.
English (Autenrieth)
(βιβρώσκω): heartgnawing, ἔρις. (Il.)
Greek Monolingual
-ο (Α θυμοβόρος, -ον)
αυτός που κατατρώει την ψυχή, θυμοφθόρος (α. «ερώτων φροντίς θυμοβόρος», Βιζυην.
β. «θυμοβόρῳ ἔριδι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμοβόρος, σαρκοβόρος].
Greek Monotonic
θῡμοβόρος: -ον, (βι-βρώσκω), αυτός που τρώει την καρδιά, σε Ομήρ. Ιλ.