εὔφωνος: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source
(15)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(26 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyfonos
|Transliteration C=eyfonos
|Beta Code=eu)/fwnos
|Beta Code=eu)/fwnos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sweet-voiced, musical</b>, Πιερίδες <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>1.64</span>; χορός <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1187</span>; <b class="b2">sweettoned</b>, λύρα <span class="bibl">Arist. <span class="title">Metaph.</span>1019b15</span>; τὸ βαρὺ ἀπὸ τοῦ ὀξέος -ότερον <span class="bibl">Id.<span class="title">Pr.</span>920a23</span>; <b class="b3">εὔ. θαλίαι</b> <b class="b2">accompanied with sweet songs</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.38</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">loud-voiced</b>, of a herald, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>713</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.4.20</span>, cf. <span class="bibl">D.19.126</span>; οἱ -ότατοι <span class="bibl">Hdn.2.6.4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">euphonious</b>, <span class="bibl">Democr.18b</span>, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>12</span>, <span class="bibl">Demetr. <span class="title">Eloc.</span>70</span>; -ότατον τὸ ᾱ <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>14</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> Adv. -νως <span class="bibl">Poll. 2.113</span>: Comp. -οτέρως <span class="bibl">Demetr. <span class="title">Eloc.</span>255</span>; -ότερον Plu.2.1132b: Sup. -ότατα, ᾄδειν <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>4.42</span>.</span>
|Definition=εὔφωνον,<br><span class="bld">A</span> [[sweet-voiced]], [[musical]], Πιερίδες Pi.''I.''1.64; χορός [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1187; [[sweet-toned]], λύρα [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1019b15; τὸ βαρὺ ἀπὸ τοῦ ὀξέος εὐφωνότερον Id.''Pr.''920a23; εὔφωνοι θαλίαι = [[accompanied with sweet songs]], Pi.''P.''1.38.<br><span class="bld">2</span> [[loud-voiced]], of a [[herald]], Ar.''Ec.''713, X.''HG''2.4.20, cf. D.19.126; οἱ εὐφωνότατοι Hdn.2.6.4.<br><span class="bld">3</span> [[euphonious]], Democr.18b, [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''12, Demetr. ''Eloc.''70; εὐφωνότατον τὸ ᾱ [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''14.<br><span class="bld">4</span> Adv. [[εὐφώνως]] = [[with a lovely voice]], [[with a lovely sound]], Poll. 2.113: Comp. εὐφωνοτέρως Demetr. ''Eloc.''255; εὐφωνότερον Plu.2.1132b: Sup. εὐφωνότατα, ᾄδειν Philostr.''VA''4.42.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a une belle <i>ou</i> forte voix;<br /><b>2</b> harmonieux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[φωνή]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui a une belle]] <i>ou</i> forte voix;<br /><b>2</b> [[harmonieux]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[φωνή]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[εὔφωνος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[tuneful]] σὺν εὐφώνοις θαλίαις (P. 1.38) εὐφώνων Πιερίδων (I. 1.64)
|sltr=[[εὔφωνος]], -ον</b> [[tuneful]] σὺν εὐφώνοις θαλίαις (P. 1.38) εὐφώνων Πιερίδων (I. 1.64)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔφωνος]], -ον και εὐφωνής, -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γλυκιά, αρμονική [[φωνή]], ο [[καλλίφωνος]], ο [[εύηχος]]<br /><b>2.</b> (για κήρυκα ή ρήτορα) αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]], ο [[βροντόφωνος]] («λαβοῡσα κηρύκαιναν εὔφωνόν τινα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[λύρα]]) αυτός που αποδίδει γλυκύ τόνο<br /><b>2.</b> (φρ). «εὔφωνοι θαλίαι» — συμπόσια με καλλίφωνα άσματα<br /><b>3.</b> αυτός που συμβάλλει στην [[ευφωνία]], ο [[ευφωνικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευφώνως</i> και <i>εύφωνα</i> (Α εὐφώνως)<br /><b>1.</b> με γλυκιά [[φωνή]], με μουσικό τόνο («Θάμυριν εὐφωνότερον καὶ ἐμμελέστερον πάντων τῶν [[τότε]] [[ᾆσαι]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> κολακευτικά<br /><b>3.</b> ευφωνικά<br /><b>4.</b> εύγλωττα, εκφραστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>φωνος</i>, <i>καλλί</i>-<i>φωνος</i>, <i>ομό</i>-<i>φωνος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔφωνος]], -ον και εὐφωνής, -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γλυκιά, αρμονική [[φωνή]], ο [[καλλίφωνος]], ο [[εύηχος]]<br /><b>2.</b> (για κήρυκα ή ρήτορα) αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]], ο [[βροντόφωνος]] («λαβοῦσα κηρύκαιναν εὔφωνόν τινα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[λύρα]]) αυτός που αποδίδει γλυκύ τόνο<br /><b>2.</b> (φρ). «εὔφωνοι θαλίαι» — συμπόσια με καλλίφωνα άσματα<br /><b>3.</b> αυτός που συμβάλλει στην [[ευφωνία]], ο [[ευφωνικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευφώνως</i> και <i>εύφωνα</i> (Α εὐφώνως)<br /><b>1.</b> με γλυκιά [[φωνή]], με μουσικό τόνο («Θάμυριν εὐφωνότερον καὶ ἐμμελέστερον πάντων τῶν [[τότε]] [[ᾆσαι]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> κολακευτικά<br /><b>3.</b> ευφωνικά<br /><b>4.</b> εύγλωττα, εκφραστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. [[άφωνος]], [[καλλίφωνος]], [[ομόφωνος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔφωνος:''' -ον ([[φωνή]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[γλυκόφωνος]], [[μουσικός]], [[μελωδικός]], σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[βροντόφωνος]], λέγεται για κήρυκα, σε Ξεν., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔφωνος:'''<br /><b class="num">1</b> [[прекрасно поющий]], [[сладкогласный]] ([[Πιερίδες]] Pind.; [[χορός]] Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[благозвучный]] ([[λύρα]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[оглашаемый или сопровождающийся красивым пением]] (θαλίαι Pind.);<br /><b class="num">4</b> [[громогласный]], [[одаренный громким голосом]] ([[κηρύκαινα]] Arph.; ἐξάγγελοι τῶν πράξεων Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φωνή]]<br /><b class="num">1.</b> [[sweet]]-voiced, [[musical]], Pind., Aesch.<br /><b class="num">2.</b> [[loud]]-voiced, of a [[herald]], Xen., Dem.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[melodious]], [[having a fine voice]]
}}
}}

Latest revision as of 21:44, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔφωνος Medium diacritics: εὔφωνος Low diacritics: εύφωνος Capitals: ΕΥΦΩΝΟΣ
Transliteration A: eúphōnos Transliteration B: euphōnos Transliteration C: eyfonos Beta Code: eu)/fwnos

English (LSJ)

εὔφωνον,
A sweet-voiced, musical, Πιερίδες Pi.I.1.64; χορός A.Ag.1187; sweet-toned, λύρα Arist.Metaph.1019b15; τὸ βαρὺ ἀπὸ τοῦ ὀξέος εὐφωνότερον Id.Pr.920a23; εὔφωνοι θαλίαι = accompanied with sweet songs, Pi.P.1.38.
2 loud-voiced, of a herald, Ar.Ec.713, X.HG2.4.20, cf. D.19.126; οἱ εὐφωνότατοι Hdn.2.6.4.
3 euphonious, Democr.18b, D.H.Comp.12, Demetr. Eloc.70; εὐφωνότατον τὸ ᾱ D.H.Comp.14.
4 Adv. εὐφώνως = with a lovely voice, with a lovely sound, Poll. 2.113: Comp. εὐφωνοτέρως Demetr. Eloc.255; εὐφωνότερον Plu.2.1132b: Sup. εὐφωνότατα, ᾄδειν Philostr.VA4.42.

German (Pape)

[Seite 1108] mit schöner, starker Stimme, wohltönend; Πιερίδες Pind. I. 1, 64; θαλίαι P. 1, 38; χορός Aesch. Ag. 1160; κηρύκαινα Ar. Eccl. 713; κήρυξ Xen. Hell. 2, 4, 20; vom Redner, Dem. 18, 225 u. Sp.; – εὐφωνότατα βοᾶν Luc.; ᾆσαι Philostr.; – εὐφωνοτέρως, Dem. Phal. 267.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a une belle ou forte voix;
2 harmonieux.
Étymologie: εὖ, φωνή.

English (Slater)

εὔφωνος, -ον tuneful σὺν εὐφώνοις θαλίαις (P. 1.38) εὐφώνων Πιερίδων (I. 1.64)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔφωνος, -ον και εὐφωνής, -ές)
1. αυτός που έχει γλυκιά, αρμονική φωνή, ο καλλίφωνος, ο εύηχος
2. (για κήρυκα ή ρήτορα) αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο βροντόφωνος («λαβοῦσα κηρύκαιναν εὔφωνόν τινα», Αριστοφ.)
αρχ.
1. (για λύρα) αυτός που αποδίδει γλυκύ τόνο
2. (φρ). «εὔφωνοι θαλίαι» — συμπόσια με καλλίφωνα άσματα
3. αυτός που συμβάλλει στην ευφωνία, ο ευφωνικός.
επίρρ...
ευφώνως και εύφωνα (Α εὐφώνως)
1. με γλυκιά φωνή, με μουσικό τόνο («Θάμυριν εὐφωνότερον καὶ ἐμμελέστερον πάντων τῶν τότε ᾆσαι», Πλούτ.)
2. κολακευτικά
3. ευφωνικά
4. εύγλωττα, εκφραστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φωνος (< φωνή), πρβλ. άφωνος, καλλίφωνος, ομόφωνος].

Greek Monotonic

εὔφωνος: -ον (φωνή),·
1. γλυκόφωνος, μουσικός, μελωδικός, σε Πίνδ., Αισχύλ.
2. βροντόφωνος, λέγεται για κήρυκα, σε Ξεν., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

εὔφωνος:
1 прекрасно поющий, сладкогласный (Πιερίδες Pind.; χορός Aesch.);
2 благозвучный (λύρα Arst.);
3 оглашаемый или сопровождающийся красивым пением (θαλίαι Pind.);
4 громогласный, одаренный громким голосом (κηρύκαινα Arph.; ἐξάγγελοι τῶν πράξεων Plut.).

Middle Liddell

φωνή
1. sweet-voiced, musical, Pind., Aesch.
2. loud-voiced, of a herald, Xen., Dem.

English (Woodhouse)

melodious, having a fine voice

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)