θυηφάγος: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thyifagos | |Transliteration C=thyifagos | ||
|Beta Code=quhfa/gos | |Beta Code=quhfa/gos | ||
|Definition=[ᾰ], ον, | |Definition=[ᾰ], ον, [[devouring offerings]], φλόξ [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''597. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1222.png Seite 1222]] [[φλόξ]], Weihrauch verzehrend, Aesch. Ag. 583. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1222.png Seite 1222]] [[φλόξ]], Weihrauch verzehrend, Aesch. Ag. 583. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui dévore la victime du sacrifice]].<br />'''Étymologie:''' [[θύος]], [[φαγεῖν]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θυηφάγος:''' (ᾰ) пожирающий жертву ([[φλόξ]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θυηφάγος''': ᾰ, ον, καταβροχθίζων τὰς προσφοράς, φλὸξ Αἰσχύλ. Ἀγ. 597. | |lstext='''θυηφάγος''': ᾰ, ον, καταβροχθίζων τὰς προσφοράς, φλὸξ Αἰσχύλ. Ἀγ. 597. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θυηφάγος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. της φωτιάς τών βωμών) αυτός που κατατρώει, αυτός που καταβροχθίζει τις προσφορές («[[θυηφάγος]] [[φλόξ]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυη</i>-, [[μορφή]] με την οποία απαντά η λ. [[θύος]] ως α' συνθετικό ( | |mltxt=[[θυηφάγος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. της φωτιάς τών βωμών) αυτός που κατατρώει, αυτός που καταβροχθίζει τις προσφορές («[[θυηφάγος]] [[φλόξ]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυη</i>-, [[μορφή]] με την οποία απαντά η λ. [[θύος]] ως α' συνθετικό ([[πρβλ]]. <i>θυη</i>-<i>δόχος</i>, <i>θυη</i>-[[πόλος]]) <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- του ρ. [[εσθίω]], [[πρβλ]]. αόρ. β' <i>έ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>), [[πρβλ]]. [[σαρκοφάγος]], [[χορτοφάγος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θυηφάγος:''' [ᾰ], -ον ([[θύος]], [[φαγεῖν]]), αυτός που καταβροχθίζει θυσίες, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''θυηφάγος:''' [ᾰ], -ον ([[θύος]], [[φαγεῖν]]), αυτός που καταβροχθίζει θυσίες, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=θυη- | |mdlsjtxt=θυη-φᾰ́γος, ον [[θύος]], [[φαγεῖν]]<br />[[devouring]] offerings, Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:50, 29 October 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ον, devouring offerings, φλόξ A.Ag.597.
German (Pape)
[Seite 1222] φλόξ, Weihrauch verzehrend, Aesch. Ag. 583.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dévore la victime du sacrifice.
Étymologie: θύος, φαγεῖν.
Russian (Dvoretsky)
θυηφάγος: (ᾰ) пожирающий жертву (φλόξ Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
θυηφάγος: ᾰ, ον, καταβροχθίζων τὰς προσφοράς, φλὸξ Αἰσχύλ. Ἀγ. 597.
Greek Monolingual
θυηφάγος, -ον (Α)
(ως επίθ. της φωτιάς τών βωμών) αυτός που κατατρώει, αυτός που καταβροχθίζει τις προσφορές («θυηφάγος φλόξ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυη-, μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α' συνθετικό (πρβλ. θυη-δόχος, θυη-πόλος) + -φάγος (< θ. φαγ- του ρ. εσθίω, πρβλ. αόρ. β' έ-φαγ-ον), πρβλ. σαρκοφάγος, χορτοφάγος.
Greek Monotonic
θυηφάγος: [ᾰ], -ον (θύος, φαγεῖν), αυτός που καταβροχθίζει θυσίες, σε Αισχύλ.