ξιφοδήλητος: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksifodilitos
|Transliteration C=ksifodilitos
|Beta Code=cifodh/lhtos
|Beta Code=cifodh/lhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[slain by the sword]], <b class="b3">ξ. θάνατος, ἀγῶνες</b>, death [[by the sword]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1528</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ch.</span>729</span> (both anap.).</span>
|Definition=ξιφοδήλητον, [[slain by the sword]], <b class="b3">ξ. θάνατος, ἀγῶνες</b>, death [[by the sword]], [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1528, ''Ch.''729 (both anap.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0280.png Seite 280]] mit dem Schwerte getödtet; [[θάνατος]], Tod durch's Schwert, Aesch. Ag. 1510; ἀγῶνες, Ch. 718.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0280.png Seite 280]] mit dem Schwerte getödtet; [[θάνατος]], Tod durch's Schwert, Aesch. Ag. 1510; ἀγῶνες, Ch. 718.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui fait périr par l'épée]].<br />'''Étymologie:''' [[ξίφος]], [[δηλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ξῐφοδήλητος:''' [[убивающий мечом]]: ξ. [[θάνατος]] Aesch. смерть от меча; ξιφοδήλητοι ἀγῶνες Aesch. смертельный бой на мечах.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῐφοδήλητος''': τον, ὁ διὰ ξίφους γινόμενος, ξ. [[θάνατος]], ὁ διὰ ξίφους [[θάνατος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1528, ἀγῶνες Χο. 729.
|lstext='''ξῐφοδήλητος''': τον, ὁ διὰ ξίφους γινόμενος, ξ. [[θάνατος]], ὁ διὰ ξίφους [[θάνατος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1528, ἀγῶνες Χο. 729.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fait périr par l’épée.<br />'''Étymologie:''' [[ξίφος]], [[δηλέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξιφοδήλητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώθηκε, που βρήκε τον θάνατο από [[ξίφος]]<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[ξίφος]], που γίνεται με [[ξίφος]] («ξιφοδηλήτῳ θανάτῳ» — με θάνατο που επήλθε από [[ξίφος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξίφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δήλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δηλοῦμαι</i> «[[πληγώνω]], [[προξενώ]] [[βλάβη]]»), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-<i>δήλητος</i>, <i>κεντρο</i>-<i>δήλητος</i>].
|mltxt=[[ξιφοδήλητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώθηκε, που βρήκε τον θάνατο από [[ξίφος]]<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[ξίφος]], που γίνεται με [[ξίφος]] («ξιφοδηλήτῳ θανάτῳ» — με θάνατο που επήλθε από [[ξίφος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξίφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δήλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δηλοῦμαι</i> «[[πληγώνω]], [[προξενώ]] [[βλάβη]]»), [[πρβλ]]. [[θεοδήλητος]], [[κεντροδήλητος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξῐφοδήλητος:''' -ον ([[δηλέομαι]]), αυτός που σκοτώνεται από [[ξίφος]]· [[ξιφοδήλητος]] [[θάνατος]], [[θάνατος]] που συντελείται από [[ξίφος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ξῐφοδήλητος:''' -ον ([[δηλέομαι]]), αυτός που σκοτώνεται από [[ξίφος]]· [[ξιφοδήλητος]] [[θάνατος]], [[θάνατος]] που συντελείται από [[ξίφος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξῐφοδήλητος:''' убивающий мечом: ξ. [[θάνατος]] Aesch. смерть от меча; ξιφοδήλητοι ἀγῶνες Aesch. смертельный бой на мечах.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ξῐφο-δήλητος, ον, [[δηλέομαι]]<br />[[slain]] by the [[sword]], ξ. [[θάνατος]] [[death]] by the [[sword]], Aesch.
|mdlsjtxt=ξῐφο-δήλητος, ον, [[δηλέομαι]]<br />[[slain]] by the [[sword]], ξ. [[θάνατος]] [[death]] by the [[sword]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφοδήλητος Medium diacritics: ξιφοδήλητος Low diacritics: ξιφοδήλητος Capitals: ΞΙΦΟΔΗΛΗΤΟΣ
Transliteration A: xiphodḗlētos Transliteration B: xiphodēlētos Transliteration C: ksifodilitos Beta Code: cifodh/lhtos

English (LSJ)

ξιφοδήλητον, slain by the sword, ξ. θάνατος, ἀγῶνες, death by the sword, A.Ag.1528, Ch.729 (both anap.).

German (Pape)

[Seite 280] mit dem Schwerte getödtet; θάνατος, Tod durch's Schwert, Aesch. Ag. 1510; ἀγῶνες, Ch. 718.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait périr par l'épée.
Étymologie: ξίφος, δηλέω.

Russian (Dvoretsky)

ξῐφοδήλητος: убивающий мечом: ξ. θάνατος Aesch. смерть от меча; ξιφοδήλητοι ἀγῶνες Aesch. смертельный бой на мечах.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφοδήλητος: τον, ὁ διὰ ξίφους γινόμενος, ξ. θάνατος, ὁ διὰ ξίφους θάνατος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1528, ἀγῶνες Χο. 729.

Greek Monolingual

ξιφοδήλητος, -ον (Α)
1. αυτός που σκοτώθηκε, που βρήκε τον θάνατο από ξίφος
2. αυτός που προέρχεται από ξίφος, που γίνεται με ξίφος («ξιφοδηλήτῳ θανάτῳ» — με θάνατο που επήλθε από ξίφος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. θεοδήλητος, κεντροδήλητος].

Greek Monotonic

ξῐφοδήλητος: -ον (δηλέομαι), αυτός που σκοτώνεται από ξίφος· ξιφοδήλητος θάνατος, θάνατος που συντελείται από ξίφος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ξῐφο-δήλητος, ον, δηλέομαι
slain by the sword, ξ. θάνατος death by the sword, Aesch.