στέφος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(6_6)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(29 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stefos
|Transliteration C=stefos
|Beta Code=ste/fos
|Beta Code=ste/fos
|Definition=εος, τό, (στέφω) poet. for <b class="b3">στέφανος</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">crown, wreath, garland</b>, <span class="bibl">Emp.112.6</span>, <span class="bibl">Simon.158</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1512</span> (lyr.), etc.: pl. <b class="b3">στέφη</b>,= <b class="b3">στέμματα</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1265</span>, <span class="bibl"><span class="title">Th.</span>101</span> (lyr.), <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>913</span>: also in late Prose, Gal.18(1).786, <span class="bibl">Vett.Val.248.28</span>; <b class="b3">τὸ σ. τῶν φιλοσόφων</b>, sc. Zosimus, Olymp. Alch. p.83 B. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of libations, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>95</span>; cf. στέφω <span class="bibl">11.3</span>.</span>
|Definition=εος, τό, ([[στέφω]]) ''poet.'' for [[στέφανος]],<br><span class="bld">A</span> [[crown]], [[wreath]], [[garland]], Emp.112.6, Simon.158, E.''IA''1512 (lyr.), etc.: pl. [[στέφη]] = [[στέμμα]]τα, [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1265, ''Th.''101 (lyr.), [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''913: also in late Prose, Gal.18(1).786, Vett.Val.248.28; <b class="b3">τὸ στέφος τῶν φιλοσόφων</b>, ''[[sc.]]'' [[Zosimus]], Olymp. Alch. p.83 B.<br><span class="bld">2</span> of libations, A.''Ch.''95; cf. [[στέφω]] II.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0940.png Seite 940]] τό, poet. statt [[στέφανος]], Kranz; μαντεῖα περὶ δέρῃ στέφη, Aesch. Ag. 1238; ξὺν τῷδε θαλλῷ καὶ στέφει, Ch. 1301, vgl. Spt. 97 u. oben [[στέμμα]]; Soph. τάδ' ἐν χεροῖν στέφη λαβοῦσα, O. R. 913; καλλίνικα στέφη, Eur. Phoen. 865; ἐπὶ [[κάρα]] στέφη βαλλομέναν, I. T. 1512, u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0940.png Seite 940]] τό, poet. statt [[στέφανος]], Kranz; μαντεῖα περὶ δέρῃ στέφη, Aesch. Ag. 1238; ξὺν τῷδε θαλλῷ καὶ στέφει, Ch. 1301, vgl. Spt. 97 u. oben [[στέμμα]]; Soph. τάδ' ἐν χεροῖν στέφη λαβοῦσα, O. R. 913; καλλίνικα στέφη, Eur. Phoen. 865; ἐπὶ [[κάρα]] στέφη βαλλομέναν, I. T. 1512, u. öfter.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> [[couronne]];<br /><b>2</b> [[guirlande]], [[bandelette sacrée]];<br /><b>3</b> ce qu'on répand autour d'une tombe, <i>particul.</i> libation.<br />'''Étymologie:''' [[στέφω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στέφος -εος, contr. -ους, τό [στέφω] krans; overdr. eerbewijs (van offerandes of plengoffers voor een dode). Aeschl. Ch. 95. = στέμμα, als herkenningsteken; van priesters lint (wit, van wol); gedragen door smekelingen met linten versierde tak.
}}
{{elru
|elrutext='''στέφος:''' εος τό<br /><b class="num">1</b> [[венок]], [[венец]] Eur.;<br /><b class="num">2</b> [[гирлянда]] Aesch., Soph.
}}
{{eles
|esgtx=[[cinta]]
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[δόξα]], [[φήμη]] («προσμένουσιν / οι ουρανοί το [[στέφος]] του / και τ' όνομά του [του ήρωος]», Κάλβ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> το [[στεφάνι]] του μαρτυρίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέφανος]], [[στέμμα]] («ἐπὶ κάρεα στέφεα βαλομέναν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σπονδή]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>στον πληθ.</b> <i>στέφεα</i><br />«στεφῶνες<br />ἐν Ὀποῦν
τι [[τόπος]] στεφάνων καλεῖται»<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τὸ [[στέφος]] τών φιλοσόφων» — [[χαρακτηρισμός]] του Ζωσίμου ως του πρώτου [[μεταξύ]] τών φιλοσόφων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i> τών σιγμόληκτων ουδ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στέφος:''' -εος, τό ([[στέφω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[στέμμα]], [[στεφάνι]], [[γιρλάντα]], [[κορόνα]], σε Ευρ.· πληθ., <i>στέφη = στέμματα</i>, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για σπονδές, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στέφος''': -εος, τό ([[στέφω]]) ποιητ. ἀντὶ [[στέφανος]], «στεφάνι», Ἐμπεδ. 402, Εὐρ. Ι.Α. 1512, κτλ.· - πληθ. στέφη, = στέμματα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1265, Θήβ. 101, Σοφ. Ο. Τ. 913. 2) ἐπὶ σπονδῶν, Αἰσχύλ. Χο. 95· πρβλ. [[στέφω]] ΙΙ. 3. -Καθ’ Ἡσύχ.: «στεφέα· στεφῶνες, ἐν Ὀποῦντι [[τόπος]] στεφάνων (Στεφανών;) καλεῖται» Ἡσύχ.
|lstext='''στέφος''': -εος, τό ([[στέφω]]) ποιητ. ἀντὶ [[στέφανος]], «στεφάνι», Ἐμπεδ. 402, Εὐρ. Ι.Α. 1512, κτλ.· - πληθ. στέφη, = στέμματα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1265, Θήβ. 101, Σοφ. Ο. Τ. 913. 2) ἐπὶ σπονδῶν, Αἰσχύλ. Χο. 95· πρβλ. [[στέφω]] ΙΙ. 3. -Καθ’ Ἡσύχ.: «στεφέα· στεφῶνες, ἐν Ὀποῦντι [[τόπος]] στεφάνων (Στεφανών;) καλεῖται» Ἡσύχ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στέφος]], ος, εος, τό, [[στέφω]]<br /><b class="num">1.</b> a [[crown]], [[wreath]], [[garland]], Eur.; pl. στέφη, = στέμματα, Aesch., Soph.<br /><b class="num">2.</b> of libations, Aesch.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[chaplet]], [[garland]], [[for the head]], [[of flowers]]
}}
{{elmes
|esmgtx=τό [[cinta]] ποίει σεαυτῷ στέφανον, περιπλέξας αὐτῷ στέφος, ὅ ἐστιν λευκὸν ἔριον, ἐκ διαστημάτων δεδεμένον φοινικῷ ἐρίῳ <b class="b3">hazte una corona, entrelazándole alrededor una cinta de lana blanca, atada a intervalos con lana roja</b> P II 70 ἐπαρτήσεις δὲ καὶ τῷ δωδεκαφύλλῳ κλάδῳ ὁμοίως στέφος <b class="b3">de igual forma colgarás también una cinta en la rama de doce hojas</b> P II 73
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέφος Medium diacritics: στέφος Low diacritics: στέφος Capitals: ΣΤΕΦΟΣ
Transliteration A: stéphos Transliteration B: stephos Transliteration C: stefos Beta Code: ste/fos

English (LSJ)

εος, τό, (στέφω) poet. for στέφανος,
A crown, wreath, garland, Emp.112.6, Simon.158, E.IA1512 (lyr.), etc.: pl. στέφη = στέμματα, A.Ag.1265, Th.101 (lyr.), S.OT913: also in late Prose, Gal.18(1).786, Vett.Val.248.28; τὸ στέφος τῶν φιλοσόφων, sc. Zosimus, Olymp. Alch. p.83 B.
2 of libations, A.Ch.95; cf. στέφω II.3.

German (Pape)

[Seite 940] τό, poet. statt στέφανος, Kranz; μαντεῖα περὶ δέρῃ στέφη, Aesch. Ag. 1238; ξὺν τῷδε θαλλῷ καὶ στέφει, Ch. 1301, vgl. Spt. 97 u. oben στέμμα; Soph. τάδ' ἐν χεροῖν στέφη λαβοῦσα, O. R. 913; καλλίνικα στέφη, Eur. Phoen. 865; ἐπὶ κάρα στέφη βαλλομέναν, I. T. 1512, u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 couronne;
2 guirlande, bandelette sacrée;
3 ce qu'on répand autour d'une tombe, particul. libation.
Étymologie: στέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στέφος -εος, contr. -ους, τό [στέφω] krans; overdr. eerbewijs (van offerandes of plengoffers voor een dode). Aeschl. Ch. 95. = στέμμα, als herkenningsteken; van priesters lint (wit, van wol); gedragen door smekelingen met linten versierde tak.

Russian (Dvoretsky)

στέφος: εος τό
1 венок, венец Eur.;
2 гирлянда Aesch., Soph.

Spanish

cinta

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ
νεοελλ.
μτφ. δόξα, φήμη («προσμένουσιν / οι ουρανοί το στέφος του / και τ' όνομά του [του ήρωος]», Κάλβ.)
μσν.
εκκλ. το στεφάνι του μαρτυρίου
αρχ.
1. στέφανος, στέμμα («ἐπὶ κάρεα στέφεα βαλομέναν», Ευρ.)
2. σπονδή
3. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. στέφεα
«στεφῶνες
ἐν Ὀποῦν τι τόπος στεφάνων καλεῖται»
4. φρ. «τὸ στέφος τών φιλοσόφων» — χαρακτηρισμός του Ζωσίμου ως του πρώτου μεταξύ τών φιλοσόφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ.].

Greek Monotonic

στέφος: -εος, τό (στέφω),
1. στέμμα, στεφάνι, γιρλάντα, κορόνα, σε Ευρ.· πληθ., στέφη = στέμματα, σε Αισχύλ., Σοφ.
2. λέγεται για σπονδές, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

στέφος: -εος, τό (στέφω) ποιητ. ἀντὶ στέφανος, «στεφάνι», Ἐμπεδ. 402, Εὐρ. Ι.Α. 1512, κτλ.· - πληθ. στέφη, = στέμματα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1265, Θήβ. 101, Σοφ. Ο. Τ. 913. 2) ἐπὶ σπονδῶν, Αἰσχύλ. Χο. 95· πρβλ. στέφω ΙΙ. 3. -Καθ’ Ἡσύχ.: «στεφέα· στεφῶνες, ἐν Ὀποῦντι τόπος στεφάνων (Στεφανών;) καλεῖται» Ἡσύχ.

Middle Liddell

στέφος, ος, εος, τό, στέφω
1. a crown, wreath, garland, Eur.; pl. στέφη, = στέμματα, Aesch., Soph.
2. of libations, Aesch.

English (Woodhouse)

chaplet, garland, for the head, of flowers

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

τό cinta ποίει σεαυτῷ στέφανον, περιπλέξας αὐτῷ στέφος, ὅ ἐστιν λευκὸν ἔριον, ἐκ διαστημάτων δεδεμένον φοινικῷ ἐρίῳ hazte una corona, entrelazándole alrededor una cinta de lana blanca, atada a intervalos con lana roja P II 70 ἐπαρτήσεις δὲ καὶ τῷ δωδεκαφύλλῳ κλάδῳ ὁμοίως στέφος de igual forma colgarás también una cinta en la rama de doce hojas P II 73