Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκευασία: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(37)
m (Text replacement - "Uebh." to "Übh.")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skevasia
|Transliteration C=skevasia
|Beta Code=skeuasi/a
|Beta Code=skeuasi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">preparing, dressing</b>, esp. of food, ὄψου <span class="bibl">Id.<span class="title">Ly.</span>209e</span>, <span class="title">Alc.</span>1.117c, <span class="title">Min.</span>316e; abs., ἐὰν ἡ σ. καθάρειος ᾖ Men.<span class="title">Phasm.Fr.</span>2; φαρμάκων <span class="bibl">D.S.5.74</span>; πυρός <span class="bibl">Aen.Tact.33.2</span>, <span class="bibl">34.1</span>: pl., <b class="b2">modes of dressing, recipes</b>, <span class="bibl">Alex.110.24</span>: metaph., σ. τῆς μουσικῆς Astyd.4 = <span class="title">Com.Adesp.</span>1330. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">furniture</b>, ὄνων <span class="bibl">Callix.2</span>; <b class="b2">furnishing</b>, Stoic.1.68.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[preparing]], [[dressing]], especially of food, ὄψου Id.''Ly.''209e, ''Alc.''1.117c, ''Min.''316e; abs., ἐὰν ἡ σ. καθάρειος ᾖ Men.''Phasm.Fr.''2; φαρμάκων [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.74; πυρός Aen.Tact.33.2, 34.1: pl., [[modes of dressing]], [[recipes]], Alex.110.24: metaph., σ. τῆς μουσικῆς Astyd.4 = ''Com.Adesp.''1330.<br><span class="bld">II</span> [[furniture]], ὄνων Callix.2; [[furnishing]], Stoic.1.68.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0893.png Seite 893]] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, Art der Zubereitung, insbes. der Speisen; τὰς σκευασίας πάντων δὲ καὶ τὰς σκευάσεις τούτων ἕτοιμός οἰμι δεικνύειν, Alexis bei Ath. III, 107 d, die Zubereitungsarten und die Zubereitung selbst; περὶ ὄψου σκευασίας, Plat. Alc. I, 113 e; Bast app. ep. cr. p. 52; auch [[σκευασία]] μὴ μί' ᾖ τῆς μουσικῆς, Astydam. bei Ath. X, 411 a u. A. Bei Ath. V, 202 e, τῶν ὄνων οἱ μὲν χρυσᾶς, οἱ δὲ ἀργυρᾶς προμετωπίδας καὶ σκευασίας εἶχον, Geschirr. Uebh. = [[σύνθεσις]], S. Emp. nyrrh. 1, 129.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0893.png Seite 893]] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, Art der Zubereitung, insbes. der Speisen; τὰς σκευασίας πάντων δὲ καὶ τὰς σκευάσεις τούτων ἕτοιμός οἰμι δεικνύειν, Alexis bei Ath. III, 107 d, die Zubereitungsarten und die Zubereitung selbst; περὶ ὄψου σκευασίας, Plat. Alc. I, 113 e; Bast app. ep. cr. p. 52; auch [[σκευασία]] μὴ μί' ᾖ τῆς μουσικῆς, Astydam. bei Ath. X, 411 a u. A. Bei Ath. V, 202 e, τῶν ὄνων οἱ μὲν χρυσᾶς, οἱ δὲ ἀργυρᾶς προμετωπίδας καὶ σκευασίας εἶχον, Geschirr. Übh. = [[σύνθεσις]], S. Emp. nyrrh. 1, 129.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σκευᾰσία''': , ([[σκευάζω]]) τὸ παρασκευάζειν, [[ἑτοιμασία]], [[μάλιστα]] φαγητοῦ, ὄψου Πλάτ. Λῦσ. 209Ε, Ἀλκ. 1. 117C, Μίν. 316Ε· καὶ ἀπολ., ἐὰν ἡ σκ. [[καθάριος]] ᾖ Μένανδρ. ἐν «Φάσματι» 1· σκ. φαρμάκων Διόδ. 5. 74· ἐν τῷ πληθ., [[τρόπος]] παρασκευῆς φαγητῶν, συνταγαί, Ἄλεξ. ἐν «Κρατείᾳ» 1. 24· μεταφορ., σκ. τῆς μουσικῆς Ἀστυδάμ. παρ’ Ἀθην. 411Α. ΙΙ. [[ἔπιπλα]], ὄνων Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200Ε.
|btext=ας (ἡ) :<br />[[préparation]], [[apprêt]].<br />'''Étymologie:''' [[σκευάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκευᾰσία -ας, [σκευάζω] toebereiding (van voedsel).
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ας () :<br />préparation, apprêt.<br />'''Étymologie:''' [[σκευάζω]].
|elrutext='''σκευᾰσία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[приготовление]] (ὄψου Plat.; φαρμάκων Diod.);<br /><b class="num">2</b> грам. [[сопоставление]] (τῶν ὑποκειμένων Sext.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[σκευάζω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σκευάζω]], [[παρασκευή]], [[ετοιμασία]]<br /><b>2.</b> [[σύνθεμα]] φαρμάκων ή άλλων ουσιών, [[σκεύασμα]], [[παρασκεύασμα]] («τὰς τῶν φαρμάκων σκευασίας καὶ ριζῶν δυνάμεις», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσκευασία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρασκευή]] φαγητού («[[ὥσπερ]] περὶ ὄψου σκευασίας [[οἶσθα]] [[δήπου]] ὅτι οὐκ [[οἶσθα]];», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προμήθεια]] επίπλων, [[επίπλωση]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σκευασίαι</i><br />α) [[τρόπος]] παρασκευής ενός φαγητού, [[συνταγή]]<br />β) εξαρτήματα, [[σκευή]] («[[σκευασία]] ὄνων», Καλλίξ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[σύνθεση]], [[δημιουργία]] («[[σκευασία]] τῆς μουσικῆς», Αστυδ.).
|mltxt=η, ΝΑ [[σκευάζω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σκευάζω]], [[παρασκευή]], [[ετοιμασία]]<br /><b>2.</b> [[σύνθεμα]] φαρμάκων ή άλλων ουσιών, [[σκεύασμα]], [[παρασκεύασμα]] («τὰς τῶν φαρμάκων σκευασίας καὶ ριζῶν δυνάμεις», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσκευασία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρασκευή]] φαγητού («[[ὥσπερ]] περὶ ὄψου σκευασίας [[οἶσθα]] [[δήπου]] ὅτι οὐκ [[οἶσθα]];», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προμήθεια]] επίπλων, [[επίπλωση]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σκευασίαι</i><br />α) [[τρόπος]] παρασκευής ενός φαγητού, [[συνταγή]]<br />β) εξαρτήματα, [[σκευή]] («[[σκευασία]] ὄνων», Καλλίξ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[σύνθεση]], [[δημιουργία]] («[[σκευασία]] τῆς μουσικῆς», Αστυδ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκευᾰσία:''' ἡ ([[σκευάζω]]), [[ετοιμασία]], [[παρασκευή]], [[μαγείρεμα]], σε Πλάτ.
}}
{{ls
|lstext='''σκευᾰσία''': ἡ, ([[σκευάζω]]) τὸ παρασκευάζειν, [[ἑτοιμασία]], [[μάλιστα]] φαγητοῦ, ὄψου Πλάτ. Λῦσ. 209Ε, Ἀλκ. 1. 117C, Μίν. 316Ε· καὶ ἀπολ., ἐὰν ἡ σκ. [[καθάριος]] ᾖ Μένανδρ. ἐν «Φάσματι» 1· σκ. φαρμάκων Διόδ. 5. 74· ἐν τῷ πληθ., [[τρόπος]] παρασκευῆς φαγητῶν, συνταγαί, Ἄλεξ. ἐν «Κρατείᾳ» 1. 24· μεταφορ., σκ. τῆς μουσικῆς Ἀστυδάμ. παρ’ Ἀθην. 411Α. ΙΙ. [[ἔπιπλα]], ὄνων Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200Ε.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκευᾰσία, ἡ, [[σκευάζω]]<br />a preparing, [[dressing]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 06:39, 30 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευᾰσία Medium diacritics: σκευασία Low diacritics: σκευασία Capitals: ΣΚΕΥΑΣΙΑ
Transliteration A: skeuasía Transliteration B: skeuasia Transliteration C: skevasia Beta Code: skeuasi/a

English (LSJ)

ἡ,
A preparing, dressing, especially of food, ὄψου Id.Ly.209e, Alc.1.117c, Min.316e; abs., ἐὰν ἡ σ. καθάρειος ᾖ Men.Phasm.Fr.2; φαρμάκων D.S.5.74; πυρός Aen.Tact.33.2, 34.1: pl., modes of dressing, recipes, Alex.110.24: metaph., σ. τῆς μουσικῆς Astyd.4 = Com.Adesp.1330.
II furniture, ὄνων Callix.2; furnishing, Stoic.1.68.

German (Pape)

[Seite 893] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, Art der Zubereitung, insbes. der Speisen; τὰς σκευασίας πάντων δὲ καὶ τὰς σκευάσεις τούτων ἕτοιμός οἰμι δεικνύειν, Alexis bei Ath. III, 107 d, die Zubereitungsarten und die Zubereitung selbst; περὶ ὄψου σκευασίας, Plat. Alc. I, 113 e; Bast app. ep. cr. p. 52; auch σκευασία μὴ μί' ᾖ τῆς μουσικῆς, Astydam. bei Ath. X, 411 a u. A. Bei Ath. V, 202 e, τῶν ὄνων οἱ μὲν χρυσᾶς, οἱ δὲ ἀργυρᾶς προμετωπίδας καὶ σκευασίας εἶχον, Geschirr. Übh. = σύνθεσις, S. Emp. nyrrh. 1, 129.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
préparation, apprêt.
Étymologie: σκευάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκευᾰσία -ας, ἡ [σκευάζω] toebereiding (van voedsel).

Russian (Dvoretsky)

σκευᾰσία:
1 приготовление (ὄψου Plat.; φαρμάκων Diod.);
2 грам. сопоставление (τῶν ὑποκειμένων Sext.).

Greek Monolingual

η, ΝΑ σκευάζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκευάζω, παρασκευή, ετοιμασία
2. σύνθεμα φαρμάκων ή άλλων ουσιών, σκεύασμα, παρασκεύασμα («τὰς τῶν φαρμάκων σκευασίας καὶ ριζῶν δυνάμεις», Διόδ.)
νεοελλ.
συσκευασία
αρχ.
1. παρασκευή φαγητού («ὥσπερ περὶ ὄψου σκευασίας οἶσθα δήπου ὅτι οὐκ οἶσθα;», Πλάτ.)
2. προμήθεια επίπλων, επίπλωση
3. στον πληθ. αἱ σκευασίαι
α) τρόπος παρασκευής ενός φαγητού, συνταγή
β) εξαρτήματα, σκευήσκευασία ὄνων», Καλλίξ.)
3. μτφ. σύνθεση, δημιουργίασκευασία τῆς μουσικῆς», Αστυδ.).

Greek Monotonic

σκευᾰσία: ἡ (σκευάζω), ετοιμασία, παρασκευή, μαγείρεμα, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

σκευᾰσία: ἡ, (σκευάζω) τὸ παρασκευάζειν, ἑτοιμασία, μάλιστα φαγητοῦ, ὄψου Πλάτ. Λῦσ. 209Ε, Ἀλκ. 1. 117C, Μίν. 316Ε· καὶ ἀπολ., ἐὰν ἡ σκ. καθάριος ᾖ Μένανδρ. ἐν «Φάσματι» 1· σκ. φαρμάκων Διόδ. 5. 74· ἐν τῷ πληθ., τρόπος παρασκευῆς φαγητῶν, συνταγαί, Ἄλεξ. ἐν «Κρατείᾳ» 1. 24· μεταφορ., σκ. τῆς μουσικῆς Ἀστυδάμ. παρ’ Ἀθην. 411Α. ΙΙ. ἔπιπλα, ὄνων Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200Ε.

Middle Liddell

σκευᾰσία, ἡ, σκευάζω
a preparing, dressing, Plat.